-
1 κοσμήτρια
-
2 κοσμήτρια
κοσμ-ήτρια, ἡ,A = κοσμήτειρα, Hsch.s.v. Σαραχηρώ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσμήτρια
-
3 κοσμήτορας
[-ωρ (-ορός)] ο, κοσμήτρια η1) декан; 2) распорядитель, -ница (состязаний и т. п.) -
4 σαραχηρώ
σαραχηρώ· ἡ κοσμήτρια τῆς Ἥρας, Beros. ap. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαραχηρώ
См. также в других словарях:
κοσμήτρια — η (Α κοσμήτρια) βλ. κοσμητής … Dictionary of Greek
κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek
ζωστός — ή, ό (AM ζωστός, ή, όν) ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος») μσν. το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών τής βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε… … Dictionary of Greek
σαραχηρώ — Α (κατά τον Βηρωσσ. και τον Ησύχ.) «ἡ κοσμήτρια τῆς Ἥρας» … Dictionary of Greek