-
1 Κορινθιακος
-
2 Κορινθιακός
Κορίνθιοςcourtesan: masc nom sgΚορινθιακόςcourtesan: masc nom sg -
3 κορινθιακός
η, ό[ν] коринфский -
4 Κορινθιακός κόλπος
ο Коринфский залив -
5 Κορινθιακά
Κορίνθιοςcourtesan: neut nom /voc /acc plΚορινθιακά̱, Κορίνθιοςcourtesan: fem nom /voc /acc dualΚορινθιακά̱, Κορίνθιοςcourtesan: fem nom /voc sg (doric aeolic)Κορινθιακόςcourtesan: neut nom /voc /acc plΚορινθιακά̱, Κορινθιακόςcourtesan: fem nom /voc /acc dualΚορινθιακά̱, Κορινθιακόςcourtesan: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 Κορινθιακών
Κορίνθιοςcourtesan: fem gen plΚορίνθιοςcourtesan: masc /neut gen plΚορινθιακόςcourtesan: fem gen plΚορινθιακόςcourtesan: masc /neut gen pl -
7 Κορινθιακῶν
Κορίνθιοςcourtesan: fem gen plΚορίνθιοςcourtesan: masc /neut gen plΚορινθιακόςcourtesan: fem gen plΚορινθιακόςcourtesan: masc /neut gen pl -
8 Κορινθιακόν
Κορίνθιοςcourtesan: masc acc sgΚορίνθιοςcourtesan: neut nom /voc /acc sgΚορινθιακόςcourtesan: masc acc sgΚορινθιακόςcourtesan: neut nom /voc /acc sg -
9 κτητικός
κτητικός, geschickt zu erwerben; τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων Isocr. 12, 242; vgl. Strab. XVI, 783; ἡ κτητικὴ τέχνη, Erwerbungskunst, Plat. Soph. 219 c; Arist. Pol. 1, 4; – den Besitz betreffend, ihn bezeichnend; ἀντωνυμίαι, pronomina possessiva, Gramm.; Adjectiva, κτητικά (ἐπίϑετα), die auf κός, z. B. Κορινϑιακός, Steph. Byz. und A. – Auch adv., Sp.
-
10 Κορινθιακής
Κορίνθιοςcourtesan: fem gen sg (attic epic ionic)Κορινθιακόςcourtesan: fem gen sg (attic epic ionic) -
11 Κορινθιακῆς
Κορίνθιοςcourtesan: fem gen sg (attic epic ionic)Κορινθιακόςcourtesan: fem gen sg (attic epic ionic) -
12 Κορινθιακαίς
-
13 Κορινθιακαῖς
-
14 Κορινθιακοίς
-
15 Κορινθιακοῖς
-
16 Κορινθιακού
-
17 Κορινθιακοῦ
-
18 Κορινθιακώ
-
19 Κορινθιακῷ
-
20 Κορινθιακώι
Κορινθιακῷ, Κορίνθιοςcourtesan: masc /neut dat sgΚορινθιακῷ, Κορινθιακόςcourtesan: masc /neut dat sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κορινθιακός — ή, ό (ΑM κορινθιακός, ή, όν) [Κορινθία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο ή στην Κορινθία ή στους Κορινθίους ή προέρχεται από αυτούς (α. «κορινθιακός πόλεμος» β. «κορινθιακά αγγεία» γ. «κορινθιακή σταφίδα» δ. «κορινθιακό κιονόκρανο» ε.… … Dictionary of Greek
Κορινθιακός — Κορίνθιος courtesan masc nom sg Κορινθιακός courtesan masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθιακός Kόλπoς — Sp Korinto įlanka Ap Κορινθιακός Kόλπoς/Korinthiakos Kolpos L Jonijos j., C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κορινθιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο ή στην Κορινθία ή αυτός που προέρχεται απ αυτή: Kορινθιακή σταφίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κορινθιακός κόλπος — Θαλάσσια λωρίδα που εκτείνεται μεταξύ της Στερεάς Ελλάδας προς Β, της Πελοποννήσου προς Ν, του στενού Ρίου Αντιρρίου προς Δ και των ισθμών των Μεγάρων και της Κορίνθου προς Α. Ως δυτική προέκτασή του λαμβάνεται ο Πατραϊκός κόλπος, μέσω του οποίου … Dictionary of Greek
κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Κορινθιακά — Κορίνθιος courtesan neut nom/voc/acc pl Κορινθιακά̱ , Κορίνθιος courtesan fem nom/voc/acc dual Κορινθιακά̱ , Κορίνθιος courtesan fem nom/voc sg (doric aeolic) Κορινθιακός courtesan neut nom/voc/acc pl Κορινθιακά̱ , Κορινθιακός courtesan fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek