-
1 ΚΌΠος
ΚΌΠος, ὁ, 1) das Schlagen, der Schlag; Aesch. bei Aristoph. Ran. 1265 Φϑιῶτ' Ἀχιλλεῦ, τί ποτ' ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰὴ κόπον οὐ πελάϑεις ἐπ' ἀρωγάν (Aesch. frgm. Dind. 1251; – bes. das Schlagen der Brust, als Zeichen der Wehklage, planctus, κόπων οἴκτειρε μὴ 'πολωλότας Aesch. Suppl. 206. – 2) Ermüdung nach der Anstrengung, Mattigkeit; κόπῳ παρεῖσϑαι Eur. Phoen. 859; ὑπὸ κόπου παρεῖσϑαι Bacch. 643; καματηρός Ar. Lys. 541; κόποι καὶ ὕπνοι Plat. Rep. VII, 537 b; Xen. re equ. 4, 2; Sp., κόπῳ δαμείς Anacr. 31, 5. Auch von einer Krankheit, ἡνίκ' ἂν κόπος μ' ἀπαλλάξῃ ποτέ Soph. Phil. 868.
-
2 προ-εκ-λύω
προ-εκ-λύω (s. λύω), vorher auflösen, schwächen, τῷ κόπῳ τὰ σώματα τῶν πολεμίων Pol. 15, 16, 3.
-
3 σύν-ειμι
σύν-ειμι, mit, zugleich, zusammen sein, ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσϑαι ὀϊζυῖ, Od. 7, 270, noch Unglück erleben; umgehen, πολλοῖς μὲν ἀεὶ νυκτέροις ὀνείρασιν ξύνειμι, Aesch. Pers. 173; Soph. Phil. 481 El. 256 u. öfter; von ehelicher Gemeinschaft, 268. 350, wie Eur. Hel. 304 u. öfter; u. in Prosa, ποίαν χρὴ ποίῳ ἀνδρὶ συνοῠσαν ὡς ἀρίστους παῖδας τίκτειν Plat. Theaet. 149 d; Xen. Cyn. 3, 1, 39; oft von Zuständen, in denen man sich befindet, οἵᾳ νόσῳ ξύνεστιν (πόλις), Soph. O. R. 303; u. umgekehrt, ὅτῳ γάμοι ξυνόντες εὑρέϑησαν ἀνόσιοι, O. C. 950; τοῖς πάλαι νοσήμασι ξυνοῦσι λυπεῖσϑαι, Ai. 331; ἐμοὶ οὐδὲ ξύνεστιν ἐλπίς, Eur. Troad. 677; ξυνεῖναι τῷ κόπῳ, Ar. Plut. 521; γνώμαις καὶ μερίμναις, Nubb. 1386; ἡδοναῖς, Plat. Rep. IX, 586 b; δείμασι, Legg. VII, 791 b; ξυνῆν ἐμαυτῷ, Xen. Hier. 6, 2; τοὺς τῇ γεωργίᾳ συνόντας, die sich mit dem Ackerbau beschäftigen, Oec. 15, 12; ταῖς πόλεσιν, Hier. 2, 14; Sp., ἀπορίᾳ σύνεσμεν Luc. Cronos. 11, εὐδαιμονίᾳ bis accus. 3. – Bes. es mit Jemandem halten, ihm beistehen, Δίκη ξυνοῠσα φωτὶ παντόλμῳ φρένας, Aesch. Spt. 653; ὑμῖν Δίκη χοἰ πάντες εὖ ξυνεῖεν εἰςαεὶ ϑεοί, Soph. O. R. 275; τίς σοι ξυνέσται χείρ; Eur. Hec. 879; ταῖς γνώμαις ἑτέρων, Ar. Vesp. 1460; und als Schüler, um Jemandes Unterricht zu genießen, mit ihm umgehen, Plat. Theaet. 151 a Alc. I, 118 c; τὸ συνεῖναι ἀλλήπολλοῖς τῶν νέων αὐτόϑι καὶ διαλεξόμεϑα, Rep. I, 328 a; adj. verb., ὡς πάντως συνεστέον Πρωταγόρᾳ, Prot. 313 b; οἱ συνόντες, die Versammelten, auch die Gäste, Xen. Conv. 1, 15. 6, 2; Schüler, Mem. 1, 4, 1; Vertrau'te, Pol. 4, 24, 2; Luc. Iov. trag. 27 verbindet σύνεστιν ἐπὶ φιλοσοφίᾳ πολλοῖς τῶν νέων; vgl. auch rhet. praec. 23.
-
4 ἀπ-αυδάω
ἀπ-αυδάω, 1) untersagen, verbieten, absol., Soph. Phil. 1293; μή c. inf., Ai. 706 O. R. 236; μὴ διδόναι Ar. Equ. 1067; Ran. 369 die Steigerung αὐδῶ, ἀπαυδῶ, μάλ' ἀπαυδῶ; Eur. Suppl. 469. – 2) die Kraft (zum Reden) verlieren, auch verzichten auf etwas, entsagen, πόνοις Ep. ad. 47 (V, 168); vgl. Eur. Andr. 87; ἀπαυδήσας κόπῳ Bab. 7, 8, s. auch ἀπειπεῖν; aber c. accus., πόνους, vor den Mühen zagen, Eur. Suppl. 342; νεῖκος ἀπαυδῶν Theocr. 22, 129; πρός τι Plut. def. orac. 51; ib. 38 ist τὸ ἀπαυδᾶν τὰ μαντεῖα das Verstummen der Orakel; ermüden, Luc. Merc. Cond. 39; von Pflanzen, absterben, Theophr. – 3) verstummen, Luc. Philopat. 18.
См. также в других словарях:
κοπώ — κοπῶ, όω (ΑM) [κόπος] κουράζω, ταλαιπωρώ, καταπονώ («εἴ τις κοπώσειε βαρυτέραις γυμνασίαις», Δίων Χρυσ.) μσν. ενεργώ, προσπαθώ … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
κοπῶ — κόπτω cut aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κοπάζω grow weary fut ind act 1st sg (attic epic ionic) κοπόω weary pres subj act 1st sg κοπόω weary pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπω — κόπος striking masc nom/voc/acc dual κόπος striking masc gen sg (doric aeolic) κοπόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπῳ — κόπος striking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπωι — κόπῳ , κόπος striking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκυλοκοπώ — ἀγκυλοκοπῶ ( έω) (Μ) προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ κοπώ (βωλο κοπώ, σφυρο κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε κόπος] … Dictionary of Greek
ζεστοκοπώ — άω ζεσταίνομαι ή ζεσταίνω πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέστη + κοπώ* (πρβλ. γλεντο κοπώ, ιδρω κοπώ)] … Dictionary of Greek
θαλασσοκοπώ — θαλασσοκοπῶ, αττ. τ. θαλαττοκοπῶ, έω (Α) χτυπώ, δέρνω τη θάλασσα, ματαιολογώ, λέω άσκοπα και θορυβώδη λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
θαμποκοπώ — άω 1. είμαι θαμπός, θολός 2. (για το φως τής ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κοπώ* (πρβλ. βρομο κοπώ, γλεντο κοπώ] … Dictionary of Greek
θεροκοπώ — (Μ θεροκοπῶ, έω) θερίζω συνεχώς και με ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντο κοπώ, μεθο κοπώ] … Dictionary of Greek