-
1 κοπρεω
κοπρέω, κοπρίζω(part. fut. κοπρήσοντες - v. l. κοπρίσσοντες от κοπρίζω) удобрять навозом, унаваживать(τέμενος μέγα Hom.)
-
2 κοπριζω...
κοπρίζω...κοπρέω, κοπρίζω(part. fut. κοπρήσοντες - v. l. κοπρίσσοντες от κοπρίζω) удобрять навозом, унаваживать(τέμενος μέγα Hom.)
См. также в других словарях:
κοπρήσοντες — κοπρίζω dung fut part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)