-
1 коксик
η κόνις, η σκόνη, τα φέψαλα του κοκ/κωκ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коксик
-
2 порошок
η σκόνη, η κόνιςрастирать в - κονιοποιώ, κονιορτοποιώалмазный - του αδάμαντα/διαμαντιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порошок
-
3 пудра
η κόνις, разг. η πούδρα сахарная - η άχνη (ζάχαρης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пудра
-
4 порошок
порошокм ἡ σκόνη, ἡ κόνις, ἡ ποῦ-δρα:зубной \порошок ἡ σκόνη γιά τά δόντια, ἡ ὀδοντόκονις· мыльный \порошок ἡ σαπουνόσ-κονη· растереть в \порошок κάνω σκόνη, κονιοποιώ· стереть в \порошок перен разг ἐκμηδενίζω. -
5 присыпка
присыпкаж1. (действие) τό πασπάλισμα, ἡ ἐπίπαση [-ις]·2. (порошок) ἡ σκόνη, ἡ κόνις, ἡ ποῦδρα. -
6 пыль
пыльж ἡ σκόνη, ἡ κόνις, ὁ κονιορτός:у́гольная \пыль ἡ καρβουνόσκονη· поднимать \пыль σηκώνω σκόνη· сметать \пыль σκουπίζω τήν σκόνη, ξεσκονίζω· \пыль стои́т столбом ἐχει σηκωθεί κουρνιαχτός· ◊ пускать \пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια. -
7 Dust
subs.P. and V. κόνις, ἡ.Ashes: P. and V. τέφρα, ἡ (Eur., Cycl. 641), V. σποδός, ἡ.Ashes of the dead: V. σποδός, ἡ; see Ashes.Cloud of dust: Ar. and P. κονιορτός, ὁ.Raise dust, v.: V. κονίειν (absol.).Covered with dust: Ar. κεκονιμένος.Bite the dust: V. ὁδὰξ αἱρεῖν γαῖαν.Make to bite the dust: Ar. κατασποδεῖν (also Æsch., Theb. 809, in perf. part. pass.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dust
-
8 Grit
subs.Dust: P. and V. κόνις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grit
-
9 Powder
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Powder
-
10 Sand
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sand
См. также в других словарях:
κονίς — κονίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. κόνιδα … Dictionary of Greek
κονίς — eggs of lice fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek
κόνις — κόνῑς , κόνις dust fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κόνις dust fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
‘΄Οσα ψάμαθός τε κόνις τε. — См. Песка морского … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κόνει — κόνις dust fem nom/voc/acc dual (attic epic) κόνεϊ , κόνις dust fem dat sg (epic) κόνις dust fem dat sg (attic ionic) κονέω raise dust pres imperat act 2nd sg (attic epic) κονέω raise dust imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνεις — κόνις dust fem nom/voc pl (attic epic) κόνις dust fem nom/acc pl (attic) κονέω raise dust imperf ind act 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνι — κόνις dust fem voc sg κόνῑ , κόνις dust fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίδας — κονίς eggs of lice fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίδες — κονίς eggs of lice fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίδων — κονίς eggs of lice fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)