-
1 ὀρταλίς
Grammatical information: f.Meaning: `hen' (Nic. Al. 294).Derivatives: ὀρτάλιχος m. `young bird' (A. Ag. 54, Ar. Ach. 871, AP, Opp.), `young animal' (S. Fr. 793), `chick' (Theoc.), - ιχεύς m. `id.' (Nic. Al. 228: acc. - ῆα, metr. enlargement at verse-end; Bosshardt 64). Denomin. ἀν-ορταλίζω `to prance, to clap the wings like a hen (cock)' v.t. (Ar. Eq. 1344).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Popular formations in - ίς resp. - ιχος ( ἀηδονίς, κόψιχος etc.; Chantraine 344 a. 403, Schwyzer 465 a. 498), first from an λ-stem (unless rather with complete - αλίς as in συκ-αλίς, δορκ-αλίς [: δορκ-άς] a.o.), lastly from a noun *ὀρτος of unknown meaning. The obvious connection with ὄρνυμαι `rise, come into movement' (cf. κονι-ορ-τός, θέ-ορ-τος) does not mean much semantically. Cf. Baunack Phil. 70, 465 f.Page in Frisk: 2,428-429Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρταλίς
См. также в других словарях:
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek
θέορτος — θέορτος, ον (Α) αυτός που πηγάζει από τους θεούς, ο θεόσταλτος («θέορτος ὄλβος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ορτος (< όρνυμαι «πηγάζω»), πρβλ. κονι ορτός, νέ ορτος] … Dictionary of Greek
ορταλίς — ὀρταλίς, η (Α) 1. νεογνό πτηνού, νεοσσός 2. κατοικίδιο πτηνό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρτ αλίς, με επίθημα αλίς (πρβλ. δορκάς: δορκ αλίς) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. *ὀρτός (πρβλ. θέ ορτος, κονί ορτος) τού ρ. ὄρνυμι* «σηκώνω, εγείρω» και… … Dictionary of Greek