-
121 κομπάζῃς
-
122 κομπάσαιμ'
κομπάσαιμι, κομπάζωboast: aor opt act 1st sg -
123 κομπάσης
-
124 κομπάσῃς
-
125 κομπασία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπασία
-
126 κομπαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπαστής
-
127 κομπέω
2 c. acc., κ. χύτραν ring a pot to see if it be sound, D.L.6.30 (restored from Eust.896.61 for σκοποῦμεν), cf. 2.78.II metaph., boast, brag, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Pi.P.10.4;κ. ἄλλως Hdt.5.41
;ὡς σὺ κομπεῖς E.Or. 571
: c. acc. cogn., κ. μῦθον speak a boastful speech, S.Aj. 770; ὑψήλ' ἐκόμπεις ib. 1230.2 c. acc., boast of,κ. γάμους A.Pr. 947
:—[voice] Pass., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται are boasted of, Th.6.17, cf. Phld.Rh.2.33 S.3 c. acc. et inf., boast that.., E.El. 815; κ. ὅπως .. boast how.., S.OC 1149.—Like κομπάζω, rare in Prose. -
128 ἀντικομπάζω
См. также в других словарях:
κομπάζω — boast pres subj act 1st sg κομπάζω boast pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπάζω — κομπάζω, κόμπασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κομπάζω — (ΑM κομπάζω) [κόμπος] καυχιέμαι χωρίς να τό αξίζω, μεγαλαυχώ, υπερηφανεύομαι ανάξια (α. «κόμπαζε για την αξία τού γιου του, ενώ εκείνος είναι ένα τίποτε» β. «μέγ ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ εἰ λάβοις», Σοφ.) αρχ. 1. χτυπώ πήλινο αγγείο για να ελέγξω… … Dictionary of Greek
κομπάζω — κόμπασα, καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι ανάξια: Κομπάζει πως είναι καλός μάστορης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπάζετε — κομπάζω boast pres imperat act 2nd pl κομπάζω boast pres ind act 2nd pl κομπάζω boast imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπάζῃ — κομπάζω boast pres subj mp 2nd sg κομπάζω boast pres ind mp 2nd sg κομπάζω boast pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπάσει — κομπάζω boast aor subj act 3rd sg (epic) κομπάζω boast fut ind mid 2nd sg κομπάζω boast fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπάσω — κομπάζω boast aor subj act 1st sg κομπάζω boast fut ind act 1st sg κομπάζω boast aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπάσῃ — κομπάζω boast aor subj mid 2nd sg κομπάζω boast aor subj act 3rd sg κομπάζω boast fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπῶν — κομπάζω boast fut part act masc voc sg κομπάζω boast fut part act neut nom/voc/acc sg κομπάζω boast fut part act masc nom sg (attic epic ionic) κομπέω ring pres part act masc nom sg (attic epic doric) κομπός masc gen pl κομπόω pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπαζόντων — κομπάζω boast pres part act masc/neut gen pl κομπάζω boast pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)