-
41 Κολωνῶν
-
42 κολωνοίς
-
43 κολωνοῖς
-
44 κολωνοίσι
-
45 κολωνοῖσι
-
46 κολωνού
-
47 κολωνοῦ
-
48 κολωνώ
-
49 κολωνῷ
-
50 κολωνώι
-
51 κολωνῶι
-
52 κολωνών
-
53 κολωνῶν
-
54 collis
collis, is, m. (vgl. celsus, excello u. griech. κολώνη, κολωνός, Anhöhe), die Anhöhe, der Hügel (Ggstz. campus), iugum collis, Caes.: c. inops parvusque, Liv.: arduus, Auct. b. Alex., arduus ascensu, Liv.: colles nitidissimi viridissimique, Cic.: c. Capitolinus, Palatinus, Liv.: Quirinalis, Viminalis, s. d.: c. Dianae, der aventinische Hügel (Berg) Mart.: terreni et placide acclives colles, Liv.: colles vitiferi, Rebenhügel, Plin.: colles supini, Verg. u. Vulg.: insbes. die colles Roms, vernacula septem collium plebs, Tert. apol. 35: montani colles, Anhöhen auf dem Gebirge, Plin.: Plur. auch = Gebirge, Sil. 3, 420. Amm. 18, 3, 9: Pyrenaei colles, Amm. 15, 11, 2. – ⇒ Abl. Sing. gew. colle, selten collī, wie Lucr. 2, 317 u. 322. Auct. Aetnae 466. -
55 Coloneus
Colōnēus, a, um, zum attischen Demos Kolonos (Κολωνός) gehörig, von Kolonos, kolonëisch, vicus (Demos), Cic. de fin. 5, 3: Oedipus (Οἰδίπους επὶ Κολωνω), eine Tragödie des Sophokles, Cic. de sen. 22; dass. Coloneus sua (fem.), Apul. apol. 37.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > Coloneus
-
56 Κολωναί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κολωναί
-
57 Κολωνῆθεν
Κολωνῆθεν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κολωνῆθεν
-
58 περίπλοος
II [voice] Pass., that may be sailed round,π. ἐστὶν ἡ γῆ Th. 2.97
;κολωνός Philostr.Im.2.17
.------------------------------------A circumnavigation, c. gen.,τὸν π. τοῦ Ἄθω Hdt.6.95
;περὶ Πελοπόννησον Th. 2.80
, cf. 8.4;τὸν π. τὸν εἰς Κέρκυραν Aeschin.3.243
; esp. round the enemy's fleet, X.HG1.6.31 : metaph., of a journey by land, Call.Fr. 278; of the journey of the soul in transmigration, Diog.Oen.35.II account of a coasting voyage (opp. περίοδος of a land-journey),γράφειν τὸν π. τῆς ἔξω θαλάσσης Luc.Hist.Conscr.31
: Periplus is the title of several geograph. works, still extant, by Scylax, Agatharchides, Arrian, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίπλοος
-
59 πολυπρήων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυπρήων
-
60 τρικόλωνος
τρι-κόλωνος, ον,A three-hilled, Orac. ap. Str.6.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρικόλωνος
См. также в других словарях:
Κολωνός — hill masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνός — hill masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνός — Ονομασία με την οποία αναφέρονται τρεις αρχαίοι δήμοι της Αττικής. Αγοραίος Κ. Πήρε την ονομασία του από τον λόφο που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αγοράς των Αθηνών, εκεί όπου είναι χτισμένο το Θησείο (ο ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς) και… … Dictionary of Greek
Κολωνός — ο όνομα τριών αρχαίων δήμων της Αττικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγοραίος Κολωνός — Ονομασία του λόφου της αρχαίας Αγοράς που βρισκόταν κοντά στο Ευρυσάκειο και τον ναό του Ηφαίστου (το σημερινό Θησείο). Ο λόφος αυτός (υψόμ. 68,6 μ.), εξαιτίας της κεντρικής του θέσης (αποτελεί προεξοχή του λόφου της Πνύκας), ήταν τόπος όπου… … Dictionary of Greek
Κολωνοῖς — Κολωνός hill masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνοῖς — κολωνός hill masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολωνοῖσι — Κολωνός hill masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνοῖσι — κολωνός hill masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολωνοί — Κολωνός hill masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνοί — κολωνός hill masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)