Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κολυμβήθρα+τού+σιλωάμ

  • 1 Σιλωάμ

    Σιλωάμ, ὁ indecl. (שִׁלֹחַ; masc.: Is 8:6 τὸ ὕδωρ τοῦ Σιλωάμ; 2 Esdr 13:15 S κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ; ViIs 2:4 [p. 69, 5 and 10 Sch.]; but fem.: Jos., Bell. 5, 505 τὴν Σιλωάμ.—Elsewh. Jos. usu. has declinable forms: τοῦ Σιλωᾶ Bell. 2, 340; 6, 363; ἡ Σιλωά, ᾶς, ᾷ, άν 5, 140; 145 [τὴν Σιλωὰν πηγήν]; 252, 410; 6, 401.—B-D-F §56, 4; s. Rob. 95) Siloam, name of a water supply system in Jerusalem, through which the water of the spring Gihon became available for the Fortress of David. ἡ κολυμβήθρα τοῦ Σ. the pool of Siloam was prob. the basin into which the water was conducted J 9:7; cp. vs. 11.—Vincent/Abel, Jérus.: (s. Ἱεροσόλυμα 1b) II chap. 34 §2; GDalman, Jerus. u. s. Gelände 1930, 386 (index); CKopp, The Holy Places of the Gospels tr. RWalls, ’63, 314–20; RBrown, AB ad loc.—ὁ πύργος ἐν τῷ Σ. the tower near the pool of Siloam Lk 13:4.—BHHW III 1715. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > Σιλωάμ

  • 2 κολυμβήθρα

    κολυμβήθρα, ας, ἡ (s. κολυμβάω; Pla. et al.; Diod S 4, 78, 1; 11, 25, 4; Jos., Ant. 9, 239; 15, 54; POxy 147, 2; LXX) pool, swimming-pool (used for bathing: Ael. Aristid. 48, 21 K.=24 p. 470 D.). Of Bethzatha (s. Βηθζαθά and s. JJeremias, D. Wiederentdeckung von Bethesda ’49) J 5:2, 3 (4) v.l., 7; Siloam 9:7, 11 v.l. (2 Esdr 13:15 S κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ).—DELG s.v. κόλυμβος. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κολυμβήθρα

См. также в других словарях:

  • σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβήθρα — Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • Άγιοι Τόποι — Η περιοχή της Παλαιστίνης που συνδέεται με τον βίο του Ιησού Χριστού, από τη γέννηση έως την Ανάληψή του: τα Ιεροσόλυμα, η Βηθλεέμ, το Όρος των Ελαιών, η Βηθανία, η Ναζαρέτ, το όρος Θαβώρ, η Κανά, ο ποταμός Ιορδάνης, η Σαμάρεια κλπ. Όταν σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • Ααΐν Μαριάμ — Κρήνη στην Παλαιστίνη απ’ όπου, κατά την παράδοση, έπαιρνε νερό η Παναγία. Κοντά βρισκόταν και η κολυμβήθρα του Σιλωάμ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»