-
1 κολούρωσις
κολούρωσις, ἡ, die Verstümmelung, Iambl., = κόλουσις.
-
2 κολούρωσις
κολούρωσις, ἡ, die Verstümmelung
См. также в других словарях:
κολούρωσις — κολούρωσις, ἡ (Α) [κόλουρος] κόλουσις* … Dictionary of Greek
κολούρωσιν — κολούρωσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)