-
1 κολοβοκέρατος
κολοβο-κέρᾱτος, ον,A with stunted horns, short-horned, Sch. Il.16.117.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοβοκέρατος
См. также в других словарях:
κονδοκέρατος — κονδοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κοντά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, ορθο κέρατος] … Dictionary of Greek
κριοκέρατος — κριοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, οξυ κέρατος] … Dictionary of Greek