-
1 заразиться
-
2 клеить
-
3 наклеивать
-
4 приклеивать
-
5 склеивать
-
6 заразить
-
7 вклеивать
вклеиватьнесов, вклеить сов κολλώ, κολνώ. -
8 вклеиваться
вклеивать||сяκολλώ, κολνώ (άμετ.). -
9 залепить
залепитьсов, залепли́ть несов1. (заделывать трещину, дыру и т. п.) βουλώνω, σφραγίζω·2. (заклеивать) κολλώ, κολνώ, συγκολλώ· ◊ \залепить пощечину кому́-л. разг κολλάω ἕνα μπάτσο. -
10 клеить
клеи||тьκολλώ (μετ.), κολνώ, συγκολλώ. -
11 оклеивать
оклеиватьнесов, оклеить сов κολλώ, κολνῶ, ἐπικολλώ:\оклеивать стеиу афишами τοιχοκολλώ ἀγγελίες. -
12 прилепить
прилепитьсов κολλώ (μετ.), κολνῶ, προσκολλώ, ἐπικολλώ:\прилепить марку κολλώ τό γραμματόσημο[ν]· \прилепить этикетку κολλῶ ἐτικέττα \прилепиться προσκολλώμαι, κολλώ (αμετ.). -
13 расклеивать
расклеиватьнесов, расклеить сов κολνῶ (μετ.), προσκολλώ, τοιχοκολλώ. -
14 склеивать
склеиватьнесов, склеить сов συγκολλώ, κολνώ, κολλώ (μβτ.).
См. также в других словарях:
κολνώ — και κολνάω βλ. κολλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολνώ — άω βλ. κολλώ … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολλάω και κολνώ κόλλησα, κολλήθηκα, κολλημένος 1. ενώνω με κολλητική ουσία δύο ή περισσότερα αντικείμενα, συγκολλώ: Κολλάω χαρτόσημα. 2. συνενώνω, συνδέω: Έδωσα να μου κολλήσουν το μπρίκι. 3. μεταδίδω ασθένεια, μολύνω: Η γυναίκα μου με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)