-
1 κολακευτικός
κολακευτικόςsycophantic: masc nom sg -
2 κολακευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολακευτικός
-
3 κολακευτικός
flatteringΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κολακευτικός
-
4 κολακευτικά
κολακευτικόςsycophantic: neut nom /voc /acc plκολακευτικά̱, κολακευτικόςsycophantic: fem nom /voc /acc dualκολακευτικά̱, κολακευτικόςsycophantic: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 κολακευτικώτερον
κολακευτικόςsycophantic: adverbial compκολακευτικόςsycophantic: masc acc comp sgκολακευτικόςsycophantic: neut nom /voc /acc comp sg -
6 κολακευτικόν
κολακευτικόςsycophantic: masc acc sgκολακευτικόςsycophantic: neut nom /voc /acc sg -
7 κολακευτικαί
κολακευτικόςsycophantic: fem nom /voc pl -
8 κολακευτικοί
κολακευτικόςsycophantic: masc nom /voc pl -
9 κολακευτικούς
κολακευτικόςsycophantic: masc acc pl -
10 κολακευτικωτάτους
κολακευτικόςsycophantic: masc acc superl pl -
11 κολακευτική
κολακευτικόςsycophantic: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 κολακευτικήν
κολακευτικόςsycophantic: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 κολακευτικώτερος
κολακευτικόςsycophantic: masc nom comp sg -
14 κολακευτική
-
15 κολακευτικῇ
-
16 κολακευτικής
-
17 κολακευτικῆς
-
18 κολακευτικοίς
-
19 κολακευτικοῖς
-
20 κολακευτικού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κολακευτικός — sycophantic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακευτικός — ή, ό (AM κολακευτικός, ή, όν) [κολακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολακεία ή που προσιδιάζει ή αποβλέπει σε κολακεία (α. «κολακευτικός λόγος» β. «κολακευτικὸς σοφιστής», Πολυδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ρέπει στο να κολακεύει,… … Dictionary of Greek
κολακευτικός — ή, ό επίρρ. ά χαϊδευτικός, επαινετικός, τιμητικός: Σας ευχαριστούμε για τα κολακευτικά σας λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολακευτικά — κολακευτικός sycophantic neut nom/voc/acc pl κολακευτικά̱ , κολακευτικός sycophantic fem nom/voc/acc dual κολακευτικά̱ , κολακευτικός sycophantic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακευτικώτερον — κολακευτικός sycophantic adverbial comp κολακευτικός sycophantic masc acc comp sg κολακευτικός sycophantic neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακευτικόν — κολακευτικός sycophantic masc acc sg κολακευτικός sycophantic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακευτικαί — κολακευτικός sycophantic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακευτικοῖς — κολακευτικός sycophantic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακευτικοί — κολακευτικός sycophantic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακευτικοῦ — κολακευτικός sycophantic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακευτικούς — κολακευτικός sycophantic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)