Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κοινό

  • 21 кратное

    кратн||ое
    с мат τό πολλαπλάσιο:
    общее наименьшее \кратное τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.

    Русско-новогреческий словарь > кратное

  • 22 нарицательный

    нарицательн||ый
    прил
    1. як. ὁνομαστικός:
    \нарицательныйая стоимость ἡ ὁνομαστική ἀξία·
    2. грам.:
    имя \нарицательныйое τό κοινό ὀνομα, τό προσηγορικό[ν].

    Русско-новогреческий словарь > нарицательный

  • 23 общежитие

    общежитие
    с
    1. (помещение) ἡ κοινο· κατοικία:
    студенческое \общежитие ἡ φοιτητική κοινοκατοικια·
    2. (общественный быт) ἡ κοινωνία, ἡ κοινότης

    Русско-новогреческий словарь > общежитие

  • 24 парламентарный

    парламент||арный
    прил (κοινο)βουλευ-τικός.

    Русско-новогреческий словарь > парламентарный

  • 25 просмотр

    просмотр
    м τό κοίταγμα, ἡ ἐξέταση, ἡ παρακολούθηση:
    общественный \просмотр ἡ παράσταση γιά τό κοινό.

    Русско-новогреческий словарь > просмотр

  • 26 публичный

    публичн||ый
    прил δημόσιος:
    \публичныйая библиотека ἡ δημοσία βιβλιοθήκη· \публичныйая лекция ἡ διάλεξη γιά τό κοινό, ἡ δημοσία διάλεξη· ◊ \публичныйая женщина ἡ πόρνη, ἡ δημόσια· \публичныйый дом οίκος ἀνοχής· \публичныйые торги ἡ δημοπρασία.

    Русско-новогреческий словарь > публичный

  • 27 ради

    ради
    предлог
    1. (для чего-л., кого-л.) γιά χάρη, γιά (προς) χάριν, γιά τό χατίρι:
    \ради него γιά τό χατίρι του, προς χάριν του· \ради общей пользы γιά τό κοινό συμφέρον
    2. (с целью чего-л.) γιατί:
    \радичего́?, чего́\ради? γιά ποιόν λόγο;, γιά ποιόν σκοπό;· шутки \ради ἀστειευόμενος· ◊ \ради бо́га (пожалуйста) разг παρακαλώ.

    Русско-новогреческий словарь > ради

  • 28 секрет

    секрет
    м
    1. τό μυστικο[ν], τό κρυφό:
    по \секрету ὑπό ἐχεμύθειαν, κρυφά· сообщить, сказать что́-л. под большим \секретом λέγω κάτι ὑπό ἀπόλυτη ἐχεμύθειαν держать в \секрете φυλάγω (или κρατώ) μυστικό· выдавать \секрет προδίδω τό μυστικό·
    2. воен. τό προ(κε)χωρημένο φυλάκιο· ◊ \секрет полишинеля ирон. τό κοινό μυστικό, ὁ κόσμος τώχει τούμπανο κ' ἐμεϊς κρυφό καμάρι.

    Русско-новогреческий словарь > секрет

  • 29 тривиальный

    тривиальн||ый
    прил (о выражении) κοινός, κοινο-τοπικός, τετριμμένος/ χυδαίος, ἀγοραίος (пошлый):
    \тривиальныйая мысль ἡ κοινοτοπία.

    Русско-новогреческий словарь > тривиальный

  • 30 публика

    [πούμπλικα] ουσ. θ. κοινό, θεατές

    Русско-греческий новый словарь > публика

  • 31 публика

    [πούμπλικα] ουσ θ κοινό, θεατές

    Русско-эллинский словарь > публика

  • 32 впустить

    впущу, впустишь, παθ’. μτχ. παρλθ. χρ. впущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. επιτρέπω την είσοδο•

    впустить публику в зал αφήνω•

    то κοινό να μπει στην αίθουσα.

    || χύνω, ρίχνω•

    -капли в нос ρίχνω σταγόνες στη μύτη.

    2. κεντρίζω, μπήγω, χώνω•

    впустить жало μπήγω το κεντρί.

    Большой русско-греческий словарь > впустить

  • 33 далёкий

    επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.
    1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•

    далёкий путь μακρινός δρόμος•

    -ие страны μακρινές χώρες•

    -ое будущее απώτερο μέλλον•

    -ое прошлое μακρινό παρελθόν•

    далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).

    2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•

    он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•

    ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•

    они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•

    я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•

    я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....

    3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•

    он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > далёкий

  • 34 карандаш

    -ά. α. μολύβι, μολυβδοκόντυλο•

    -химический χημικό μολύβι•

    простой карандаш κοινό μολύβι•

    цветные -и έγχρωμα μολύβια•

    красный карандаш κόκκινο μολύβι•

    писать -ом γράφω με μολύβι.

    εκφρ.
    взять на карандаш – σημειώνω πρόχειρα•
    в - – με το μολύβι (σχεδιάζω, ιχνογραφίζω).

    Большой русско-греческий словарь > карандаш

  • 35 коридорный

    επ.
    του διάδρομου.
    ουσ. -
    -ая καμαριέρης, -α, θαλαμηπόλος.
    εκφρ.
    - ая система – το άνοιγμα των πόρτων προς ένα κοινό διάδρομο.

    Большой русско-греческий словарь > коридорный

  • 36 круговой

    επ.
    κυκλικός, κυκλοτερής.
    εκφρ.
    - ая дорога – πλάγιος δρόμος•
    - я оборона – κυκλική άμυνα•
    - ая порука – α) ομαδική ευθύνη, β) αλληλοκάλυψη, αλληλοαπόκρυψη ευθυνών, αλληλούποστήριξη•
    -ая чаша,παλ. κοινό κύπελλο (με το οποίο έπιναν με τη σειρά όλοι οι φιλοξενούμενοι).

    Большой русско-греческий словарь > круговой

  • 37 ласточка

    θ.
    χελιδόνι•

    городская ласточка χελιδόνι αστικό η κοινό•

    деревенская ласточка αγροδίαιτο χελιδόνι•

    береговая ласточка πετροχελιδόνι, βραχοδίαιτο χελιδόνι.

    εκφρ.
    первая ласточка – το πρώτο χελιδόνι (οι πρώτες ενδείξεις)•
    одна ласточка весны не делает – ένα χελιδόνι δε φέρει την Άνοιξη.

    Большой русско-греческий словарь > ласточка

  • 38 ломить

    ломлю, ломишь ρ.δ.
    1. μ. βλ. ломать (1 σημ.).
    2. σπάζω ορμώντας.
    3. αμ. πονώ, σφάζω•

    -ит кости πονούν τα κόκκαλα•

    -ит в пояснице με σφάζει η μέση.

    4. μ. (απλ.) ακριβαίνω, ανεβάζω την τιμή.
    εκφρ.
    ломить шапку перед кем – υποκλίνομαι ταπεινά.
    1. βλ. ломаться (1 σημ.).
    2. είμαι γεμάτος, κατάμεστος•

    театр -ился от публики το θέατρο ήταν κατάμεστο από το κοινό.

    3. λυγίζω, κάμπτομαι•

    такой урожай на яблоки, что сучья -ятся τέτοια προκοπή στα μήλα, που σπάζουν τα κλαδιά.

    4. προχωρώ, εισδύω βίαια, ορμητικά χυμώ να περάσω.

    Большой русско-греческий словарь > ломить

  • 39 мыло

    α., πλθ. -а σαπούνι•

    хозяйственное (простое) мыло σαπούνι κοινό•

    туалетное мыло αρωματικό σαπούνι, μοσχοσάπουνο•

    кусок -а ή брусковое мыло πλάκα (καλούπι) σαπούνι•

    мыло для бритья σαπούνι ξυρίσματος.

    || αφρός, σαπουμάδα. || αφρός από τον ιδρώτα (για άλογα).

    Большой русско-греческий словарь > мыло

  • 40 нарицательный

    επ.: имя -ое
    1. γραμμ. όνομα κοινό•

    имена собственные и -ые ονόματα κύρια και κοινά (προσηγορικά).

    2. τυπικό όνομα.
    εκφρ.
    - ая стоимость – (οικον.) η ονομαστική αξία.

    Большой русско-греческий словарь > нарицательный

См. также в других словарях:

  • κοινό — το 1. το πολύ πλήθος, ο λαός, ο κόσμος: Απαγορεύεται η είσοδος στο κοινό. 2. στον πληθ., κοινά τα πολιτικά πράγματα, οι υποθέσεις της πολιτείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινό δίκαιο — (common law). Τμήμα του αγγλοσαξονικού δικαίου, που σχηματίστηκε, αναπτύχθηκε και καθιερώθηκε από τα παλαιότερα, ιδιότυπα, αγγλοσαξονικά δικαστήρια. Βασίστηκε, αρχικά, στα κοινά έθιμα της Βρετανικής αυτοκρατορίας και ήταν άγραφο. Διακρίνεται από… …   Dictionary of Greek

  • κοινό(ν) — το (AM κοινόν) βλ. κοινός …   Dictionary of Greek

  • Βοιωτών, Κοινό των- — Ένωση των βοιωτικών πόλεων στην αρχαιότητα. Κατά τον Θουκυδίδη, εξήντα χρόνια μετά την πτώση της Τροίας, οι Θεσσαλοί που κατοίκησαν τη Βοιωτία αποτέλεσαν όλοι μαζί μία συμπολιτεία από 14 πόλεις με την ονομασία Βοιωτικό Kοινόν, όπου τον ηγετικό… …   Dictionary of Greek

  • ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο — Ο μικρότερος ακέραιος που μπορεί να διαιρεθεί ακριβώς από δύο ή περισσότερους ακέραιους φυσικούς αριθμούς …   Dictionary of Greek

  • Ευβοέων, Κοινό των- — Πολιτειακή ένωση ευβοϊκών πόλεων στην αρχαιότητα. Βλ. λ. κοινόν …   Dictionary of Greek

  • στρείδι — Κοινό όνομα μαλακίων της ομοταξίας των ακέφαλων ή ελασματοβράγχιων που ανήκουν στις οικογένειες των Οστρεϊδών και των Αβικουλιδών. Ένα είδος γνωστό ως περιζήτητη τροφή είναι το λεγόμενο σ. το εδώδιμο (strea edulis), διαδομένο στα παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • σαλιγκάρια — Κοινό όνομα των πνευμονοφόρων χερσαίων γαστερόποδων, που είναι προικισμένα με ελικοειδές όστρακο (οικογένεια Ελικιδών) και ανήκουν στο γένος έλιξ (helix) και σε συγγενή γένη που περιλαμβάνουν πολλά είδη. Το όστρακο είναι ευρύ και γενικά… …   Dictionary of Greek

  • αρμυρίκι — Κοινό όνομα φυλλοβόλων θάμνων ή δενδρυλλίων του γένους τάμαριξ, της οικογένειας των ταμαρικιδών, με φύλλα μικρά, λεπτόμορφα και άνθη επίσης μικρά, κατά μικρούς βότρεις που σχηματίζουν συνήθως επάκριες φόβες. Αυτοφυή είδη των μεσογειακών χωρών… …   Dictionary of Greek

  • πέστροφα — Κοινό όνομα μερικών τελεόστεων ψαριών του γένους σολομός (salmo), της οικογένειας των Σολομιδών. Τα ψάρια αυτά, η ταξινόμηση των οποίων μέχρι σήμερα αμφισβητείται, ζουν στα εσωτερικά νερά και στις θάλασσες της Ευρώπης. Κυριότερος εκπρόσωπος τους… …   Dictionary of Greek

  • ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»