Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κοινωνία

  • 41 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 42 высший

    -ая, -ее υπερθ. β. του επ. высокий.
    1. ανώτατος, υπέρτατος•

    -ая судебная инстанция ο ανώτατος δικαστικός οργανισμός•

    -командный состав το ανώτατο διοικητικό σώμα•

    -ее начальство η ανώτατη διοίκηση•

    -ая точка το ανώτατο σημείο•

    -ая форма организации ανώτατη μορφή οργάνωσης•

    -ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

    2. ανώτερος•

    -ее образование ανώτερη μόρφωση•

    -ая математика τα ανώτερα μαθηματικά•

    -ая школа ανώτερη σχολή•

    -ее качество ανώτερη ποιότητα.

    εκφρ.
    высший пилотаж – εναέρια ακροβασία, αεροπορική επίδειξη•
    - ая мера наказания – η εσχάτη των ποινών•
    - ее общество – η ανώτερη κοινωνία•
    в -ей степени – στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό.

    Большой русско-греческий словарь > высший

  • 43 доклассовый

    επ.
    προταξικός•

    -ое общество προταξική κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > доклассовый

  • 44 избранный

    επ. από μτχ.
    1. εκλεκτός, διαλετός•

    -ые сочинения чехова εκλεκτά έργα του Τοέχοφ•

    -ое общество εκλεκτή κοινωνία.

    2. με σημ. ουσ., πλθ. -ые οι εκλεκτοί οι διακεκριμένοι.

    Большой русско-греческий словарь > избранный

  • 45 изысканный

    επ. από μτχ.
    λεπτός, εξεζητημένος• κομψός•

    изысканный вкус εξεζητημένος γούστος•

    -ые манеры λεπτοί τρόποι•

    -ое общество η εκλεχτή κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > изысканный

  • 46 именитый

    επ.
    -нит, -а, -о.
    1. παλ. υψηλά ιστάμενος στην κοινωνία, επιφανής.
    2. ονομαστός, ξακουστός, φημησμένος, περιώνυμος• ένδοξος.

    Большой русско-греческий словарь > именитый

  • 47 исторжение

    ουδ.
    αποβολή, διώξιμο, αποπομπή•

    исторжение преступников из общества εκδίωξη των εγκληματιών από την κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > исторжение

  • 48 капиталистический

    επ.
    καπιταλιστικός, κεφάλα ιοκρατικός•

    капиталистический способ производства καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής•

    -ие производственные отношения καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις•

    -ое общество κεφαλαιοκρατική κοινωνία•

    -ая эксплуатация η εκμετάλευση του κεφαλαίου.

    Большой русско-греческий словарь > капиталистический

  • 49 коммунистический

    επ.
    κομμουνιστικός•

    -ое общество κομμουνιστική κοινωνία•

    -ая мораль κομμουνιστική ηθική•

    -ая партия κομμουνιστικό κόμμα•

    -ая молодёжь κομμουνιστική νεολαία•

    коммунистический манифест κομμουνιστικό μανιφέστο.

    Большой русско-греческий словарь > коммунистический

  • 50 крепостничество

    ουδ.
    1. δουλοκτητική κοινωνία• δουλοκτητικό σύστημα, δουλοπαροικία.
    2. δουλοκτητικές απόψεις.

    Большой русско-греческий словарь > крепостничество

  • 51 лига

    θ.
    λίγκα, ένωση, συνασπισμός.
    εκφρ.
    лига наций – Κοινωνία των εθνών.
    θ.
    λεγκάτο.

    Большой русско-греческий словарь > лига

  • 52 люди

    людей, людям, людьми, о людях α.
    1. πλθ. του ουσ. человек οι άνθρωποι, ο κόσμος•

    люди доброй воли άνθρωποι καλής θέλησης•

    делать -ям добро κάνω καλό στους ανθρώπους•

    люди говорят ο κόσμος λέει•

    он меня вывел в люди αυτός με έβγαλε στον κόσμο (στην κοινωνία)•

    как много -ей! τι πολύς κόσμος!•

    пришли какие-то люди ήρθαν κάτι άνθρωποι•

    старые люди οι παλαιοί (οι γέροντες)•

    новые люди οι νέοι, νεολαίοι.

    2. στελέχη. || (στρατ.) οι κατώτεροι αξιωματικοί του διοικητή.
    3. παλ. υπηρέτες αρχοντόσπιτου.
    εκφρ.
    на -ях – μπροστά στον κόσμο, μπροστά σε ξένους.
    ουδ.
    άκλ. παλαιά ονομασία του γράμματος «Л».

    Большой русско-греческий словарь > люди

  • 53 нация

    θ.
    έθνος•

    греческая нация το ελληνικό έθνος.

    || κράτος, χώρα•

    лига -ий η Κοινωνία των εθνών•

    организация объединённых -ий Οργάνωση Ενωμένων Εθνών.

    Большой русско-греческий словарь > нация

  • 54 общественность

    θ.
    1. η κοινωνία, το κοινόν, ο κόσμος•

    научная общественность ο επιστημονικός κόσμος•

    греческая общественность το ελληνικό κοινό.

    || οι κοινωνικές οργανώσεις.
    2. παλ. η κοινωνική ζωή. || κοινωνικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > общественность

  • 55 община

    θ.
    1. κοινότητα•

    семеиная община οικογενειακή κοινότητα•

    территориальная община τοπική κοινότητα•

    крестьянская община αγροτική κοινότητα.

    2. παλ. κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > община

  • 56 первобытный

    επ.
    1. πρωτόγονος, αρχέγονος, πρωτογενής•

    -ое общество πρωτόγονη κοινωνία•

    первобытный коммунизм πρωτόγονος κομμουνισμός•

    первобытный человек πρωτόγονος άνθρωπος.

    || μτφ. απαρχαιωμένος, πανάρχαιος, παμπάλαιος•

    -ая техника απαρχαιωμένη τεχνική.

    || μτφ. άγριος, καθυστερημένος, απολίτιστος•

    -ые нравы πρωτόγονα ήθη.

    2. άθικτος, παρθένος•

    -ая природа ддунглей η παρθένα φύση της ζούγκλας..

    3. αρχικός, πρωταρχικός.

    Большой русско-греческий словарь > первобытный

  • 57 причастие

    ουδ. (γραμμ.) μετοχή•

    причастие настоящего времени μετοχή ενεστώτα (χρόνου).

    ουδ.
    1. παλ. συμμετοχή.
    2. (εκκλσ.) μετάληψη, κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > причастие

  • 58 причащение

    ουδ. (εκκλσ.) μετάληψη, η κοινωνία•

    причащение святых тэ.ин η μετάληψη των θείων (αχράντων) μυστηρίων.

    Большой русско-греческий словарь > причащение

  • 59 пробить

    -бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил
    -ла, -ло, προστκ. пробей
    ρ.σ.
    1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•

    пробить стену τρυπώ τον τοίχο•

    пробить отверстие ανοίγω τρύπα•

    пробить брешь κάνω ρήγμα.

    || σπάζω, θραύω•

    река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.

    || διαπερνώ, διέρχομαι•

    лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.

    2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).
    3. βλ. проконопатить.
    4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).
    5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•

    пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    пробить в барабан τυμπανίζω•

    пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•

    часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•

    в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.

    6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•

    мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.

    εκφρ.
    пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•
    час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).
    1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.
    2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.
    3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).
    4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.
    5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•

    мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.

    εκφρ.
    пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > пробить

  • 60 путь

    α.
    1. δρόμος, οδός•

    прямой путь ίσιος δρόμος•

    широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•

    санный путь ελκηθόδρομος•

    заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•

    воздушный путь αεροπορική γραμμή.

    2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•

    каким -м? με τι τρόπο;•

    любым -м με κάθε τρόπο.

    3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•

    дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.

    4. ταξίδι•

    направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.

    5. δρομολόγιο•

    путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•

    держать путь τηρώ την κατεύθυνση.

    || μέσον•

    путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.

    6. όφελος, κέρδος•

    коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.

    εκφρ.
    жизненный путь – η πορεία της ζωής•
    окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•
    путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•
    - и сообщения – η συγκοινωνία•
    без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•
    на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•
    по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•
    не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•
    забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•
    быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•
    вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•
    стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•
    стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•
    стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό.

    Большой русско-греческий словарь > путь

См. также в других словарях:

  • κοινωνία — κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc/acc dual κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνίᾳ — κοινωνίαι , κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνία — η 1. σύνολο ομοειδών ζώων ή ανθρώπων: Αυτό συμβαίνει στις κοινωνίες των ζώων, όχι στις κοινωνίες των ανθρώπων. 2. το σύνολο των κατοίκων ορισμένης πόλης ή χώρας και ιδιαίτερα η καλή τάξη: Η Πάτρα έχει καλή κοινωνία. 3. επικοινωνία, συναναστροφή,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • θεία κοινωνία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία …   Dictionary of Greek

  • κοινωνίας — κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem acc pl κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνίαι — κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνίαν — κοινωνίᾱν , κοινωνία communion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»