-
41 отоспаться
-плюсь, -пишься, παρλθ. χρ. отоспался, -лась, -лосьρ.σ. κοιμούμαι, συμπληρώνω (αναπληρώνω) τον ύπνο. -
42 передремать
-дремлю, -дремлешьρ.σ. κοιμούμαι λίγο, μισοκοιμούμαι, τον κλέβω λίγο λαγοκοιμούμαι. -
43 почивать
-аю, -аешь κ. παλ. почию, почиешьρ.δ. παλ.1. κοιμούμαι.2. (για πεθαμένο)• αναπαύομαι, κείμαι•здесь -йет εδώ αναπαύεται, ενθάδε κείται.
-
44 разоспаться
-силюсь, -спишъся, παρλθ. χρ. разоспался, -лась, -лосьρ.σ. κοιμούμαι πολύ και βαθύν ύπνο• παρακοιμούμαι. -
45 сидящий
επ.καθιστός, καθήμενος•стрелять на -ую птицу πυροβολώ στο καθιστό πουλί•
уснуть в -ем положении κοιμούμαι καθιστός•
-ие места καθιστές θέσεις.
|| καθιστικός•-ая жизнь καθιστική ζωή.
εκφρ.- ие животные – ακίνητα ζώα (σπόγγοι, κοράλλια). -
46 убитый
убитый 1επ. από μτχ.1. σκοτωμένος, φονευμένος, νεκρός•список -ых и раненых κατάλογος νεκρών και τραυματιών.
2. καταπονεμένος, αποκαμωμένος, τσακισμένος• απαυδισμένος.εκφρ.Богом убитый – ανάπηρος το νου, βαρεμένος, παρμένος, λειψός, μωρός•молчать как убитый – είμαι αφωνότερος ιχθύος ή αρεοπαγίτου σιωπηλότερος, τηρώ άκρα σιωπή•спать как - – α κοιμούμαι σαν ψόφιος (βαθύν ύπνο).убитый 2επ. από μτχ.ταρατσωμένος, πατημένος, χτυπημένος. -
47 храпануть
-ну, -ншьρ.σ. (απλ.)• ροχαλίζω• κοιμούμαι.
См. также в других словарях:
κοιμούμαι — → δες κοιμάμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοιμούμαι — και κοιμάμαι και κοιμιέμαι κοιμήθηκα, κοιμισμένος 1. πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι: Κοιμάται ήσυχα το μωρό. 2. κατακλίνομαι για ύπνο: Αυτός κοιμάται πολύ νωρίς το βράδυ. 3. αδρανώ, είμαι νωθρός: Κοιμάται όρθιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιμούμαι — βλ. κοιμάμαι … Dictionary of Greek
κοιμοῦμαι — κοιμάω lull pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek
ψοφοκοιμούμαι — Ν (αμτβ.) (υποτιμητικά) κοιμούμαι πολύ βαριά, ψοφολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + κοιμούμαι] … Dictionary of Greek
ξενοκοιμούμαι — και ξενοκοιμάμαι ξενοκοιμήθηκα 1. κοιμούμαι σε ξένο σπίτι. 2. μτφ., έχω σχέσεις ερωτικές με άτομο στο σπίτι του οποίου συχνά κοιμούμαι: Έμαθα πού ξενοκοιμάσαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia