-
1 εισιπταμαι
ион. ἐσίπταμαι (aor. 1 εἰσεπτάμην, aor. 2 εἰσέπτην)1) влетать(πέλεια κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Hom.; στρουθὸς εἰσέπτη Plut.)
2) взлетать, взвиваться(διὰ τῶν πυλων εἰς τὸν ἀέρα Arph.)
3) перен. быстро пролетать, распространяться с быстротой молнии
См. также в других словарях:
εισπέτομαι — εἰσπέτομαι (Α) πετώ προς ή μέσα (α. «ὥς τε πέλεια, ἥ ῥὰ θ ὑπ ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» σαν περιστέρα που πέταξε μέσα στην κουφάλα τής πέτρας κυνηγημένη από γεράκι β. «φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον» φήμη πετούσε, διαδιδόταν μέσα στο… … Dictionary of Greek