Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
κνηστικός/xx
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
κνηστικός — ή, ό (Α κνηστικός, ή, όν) [κνηστός] αυτός που προκαλεί ερεθισμό. επίρρ... κνηστικῶς (Α) με ερεθιστικό τρόπο … Dictionary of Greek
κνηστικοῖς — κνηστικός irritating masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηστικῶς — κνηστικός irritating adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)