-
1 κνεφας
δύῃ τ΄ ἠέλιος καὴ ἐπὴ κ. ἱερὸν ἔλθῃ Hom. — (пока не) зайдет солнце, и (не) настанет глубокая тьма;
δυσήλιον κ. Aesch. — непроглядный мрак;τὸ κατὰ γῆς κ. Eur. — подземный мрак;πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους Arph. — когда еще не рассвело
См. также в других словарях:
κνέφους — κνέφας darkness neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… … Dictionary of Greek