-
1 шкала
шкалаж ἡ κλΐμαξ:\шкала термометра ἡ θερμομετρική κλΐμαξ. -
2 масштаб
η κλίμαξ, разг. η κλίμακαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масштаб
-
3 шкала
η κλίμακαη κλίμαξο πίνακας ένδειξης- температурная международная практическая Διεθνής πρακτική θερμομετρική - (IPTS)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шкала
-
4 вннтовой
вннтов||ойприл1. (снабженный винтом) ἐλικοφόρος, κοχλιωτός:\вннтовой пароход τό ἐλικοκίνητο[ν] ἀτμόπλοιο[ν]· \вннтовой домкрат ὁ κοχλιωτός γρύλος·2. (винтообразный) ἐλικοειδής, κοχλιοειδής, σπειροειδής:\вннтовойая лестница ἡ ἐλικτή κλϊμαξ, ἡ ἐλικοειδής σκάλα· \вннтовойая нарезка ὁ ἐλικας κοχλία· \вннтовойа́я передача ἡ συναρμογή ὁδοντωτών τροχών. -
5 гамма
гамм||а Iж в разн. знач. ἡ κλίμακα, ἡ κλίμαξ, ἡ γκάμα:\гамма зву́ков ἡ κλίμακα των ήχων \гамма красок ἡ γκάμα χρωμάτων играть \гаммаы παίζω γκόμες.гамма IIж (буква грея, алфавита) τό γάμμα· ◊ \гаммалучи физ. οἱ ἀκτίνες γ. -
6 лестиица
лестииц||аж ἡ σκάλα, ἡ κλΐμαξ:винтовая \лестиица ἡ στριφτή σκάλα, ἡ ἐλικοειδής σκάλα· пожарная \лестиица ἡ πυροσβεστική σκάλα· подниматься (спускаться) по \лестиицае ἀνεβαίνω (κατεβαίνω) τή σκάλα. -
7 масштаб
масштабм прям., перен ἡ κλίμακα, ἡ κλϊμαξ/ тк. перен ἡ ἔκταση [-ις], ἡ διάσταση [-ις]:в уменьшенном \масштабе σέ σμί-. κρυνση· в широком \масштабе σέ εὐρεία κλίμακα· ◊ \масштаб цен эк. τό ὕψος τῶν τιμῶν. -
8 октава
октаваж1. муз. ἡ ὁκτάβα, ἡ ὁγδόη, ἡ διατονική κλϊμαξ·2. лит. τό ὁκτάστι-χο[ν], ἡ ὁκτάβα -
9 сетка
сеткаж \. в разн. знач. τό δίχτυ, τό δίκτυον/ τό πλεμάτι (разг):проволочная \сетка τό συρμάτινο δίχτυ· \сетка от насекомых, москитная \сетка ἡ κουνουπιέρα· волейбольная \сетка τό δίχτυ τοῦ βόλλευ-μπώλ· \сетка для волос δίχτυ τῶν μαλλιών2. (тарифная и т. л.) ἡ κλίμαξ, τό τιμολόγιο[ν]. -
10 Gangway
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gangway
-
11 Ladder
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ladder
-
12 Plank
subs.P. and V. ξύλον, τό.Beam: Ar. and P. δοκός, ἡ, P. κεραία, ἡ.Plank of a ship: V. δόρυ, τό.Gangway: P. ἀποβάθρα, ἡ, V. σανίς, ἡ, κλῖμαξ, ἡ, κλιμακτήρ, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plank
-
13 Scaling
subs.To prevent the scaling of our walls: V. ἀμύνειν τειχέων προσαμβάσεις (Eur., Phoen. 744).He is planning the scaling of our towers: V. ἐκεῖνος προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων (Eur., Phoen. 181).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scaling
-
14 Staircase
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Staircase
См. также в других словарях:
κλῖμαξ — ladder fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίμαξ — (I) κλῑμαξ, ακος, ἡ (Α) βλ. κλίμακα. (II) η βιολ. το τελευταίο στάδιο τής διαδοχής που μπορεί να επιτευχθεί από μια φυτοκοινωνία σε μια περιοχή κάτω από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν επί έναν συγκεκριμένο χρόνο, αλλ. κολοφώνας … Dictionary of Greek
κλιμακώνω — [κλίμαξ] 1. τάσσω κατά κλίμακες, τοποθετώ σε βαθμίδες, διαρρυθμίζω κάτι κλιμακωτά, σε μορφή σκάλας 2. στρ. παρατάσσω τον στρατό κατά κλιμάκια 3. αναπτύσσω τις δραστηριότητές μου σταδιακά («κλιμακώνεται η πολιτική ένταση») … Dictionary of Greek
ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… … Православная энциклопедия
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
κλίμακ' — κλί̱μακα , κλῖμαξ ladder fem acc sg κλί̱μακι , κλῖμαξ ladder fem dat sg κλί̱μακε , κλῖμαξ ladder fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακωτός — ή, ό (Α κλιμακωτός, ή, όν) [κλίμαξ]. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.) νεοελλ. φρ. (μετρική) α)… … Dictionary of Greek
τοπογραφικός — ή, ό, ΝΜ [τοπογράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπογραφία 2. φρ. α) «τοπογραφικά σημεία» τα σημεία τού εδάφους που προσδιορίζονται ως προς τη θέση και το ύψος για τη σύνταξη τοπογραφικού χάρτη β) «τοπογραφικός χάρτης» χάρτης… … Dictionary of Greek
φυσιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία 2. φρ. α) «φυσιογραφική κλίμαξ» οικολ. κλίμαξ φυτοκοινωνίας η οποία, σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται από τοπογραφικούς και εδαφικούς παράγοντες β) «φυσιογραφικός παράγοντας» οικολ. κάθε… … Dictionary of Greek
лестница — укр. лiствиця, лiствина, ст. слав. лѣствица κλῖμαξ (Супр.), болг. лествица октава (муз.) , сербохорв. ље̏ствē ж. лестница , словен. lẹ̑stva, lẹ̑stvica от *lěstvа : lězǫ (см. лезу); см. Мейе, Et. 305; Бернекер 1, 715 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
столб — род. п. а, народн. столоб, род. п. столба, укр. стовб, блр. стоўб, др. русск. стълбъ, собств. Столбовичь, Новгор. летоп. под 1308 г., Столбовъ, Новгор. писцовые книги 1495 г. (Соболевский, Лекции 120), цслав. стлъба κλῖμαξ, болг. стълб, стлъб… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера