-
1 κλυτοπωλος
См. также в других словарях:
καλλίπωλος — καλλίπωλος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πωλος (< πῶλος «πουλάρι»), πρβλ. κλυτό πωλος, ταχύ πωλος] … Dictionary of Greek
1 κλυτοπωλος
καλλίπωλος — καλλίπωλος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πωλος (< πῶλος «πουλάρι»), πρβλ. κλυτό πωλος, ταχύ πωλος] … Dictionary of Greek