-
1 ἀποτμήγω
ἀπο-τμήγω (= ἀποτέμνω), aor. opt. ἀποτμήξειε, part. ἀποτμήξᾶς: cut off, sever; κλῖτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι, ‘score,’ Il. 16.390; fig., cut off, intercept, Il. 10.364, Il. 11.468.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποτμήγω
-
2 ἀποτμήγω
2 cut off, sever,χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας 11.146
; ; κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι plough the hill-sides, Il.16.390:— [voice] Pass.,μοῦνοι ἀποτμηγέντες A.R.4.1052
: c. gen.,τοῦ ἑνός Dam.Pr. 34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτμήγω
См. также в других словарях:
κλειτύς — η (Α κλειτύς και κλιτύς, ύος) κατηφορική πλαγιά όρους ή λόφου, βουνοπλαγιά, κατωφέρεια («πολλὰς δὲ κλιτῡς τότ ἀποτμήγουσι χαράδραι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει τής ρίζας] … Dictionary of Greek