-
1 κλισιαδες
-
2 κλεισιαδες
αἱ v. l. = κλισιάδες См. κλισιαδες
См. также в других словарях:
κλισιάδες — fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισιά — κλισιάδες fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισιάδα — κλισιάδες fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισιάδας — κλισιάδες fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισιάδων — κλισιάδες fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισιάς — κλισιάδες fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισιάσιν — κλισιάδες fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… … Dictionary of Greek