-
1 κλῑματίας
-
2 κλῑματίας
κλῑματίας, ὁ, σεισμός, eine Art Erderschütterung
См. также в других словарях:
κλιματίας — κλιματίας, ὁ (Α) (ενν. σεισμός) ο επικλίντης*, δηλ. ο σεισμός που δονεί τη γη κατά οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. αινιγματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
κλιματίας — κλιματίᾱς , κλιματίας masc acc pl κλιματίᾱς , κλιματίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιματίαι — κλιματίας masc nom/voc pl κλιματίᾱͅ , κλιματίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιματίαν — κλιματίᾱν , κλιματίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κλιματίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)