-
1 εὔγναμπτος
A well-bent, well-twisted,κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις Od.18.294
;χαλινοί Opp.H.5.498
;περόναι A.R.3.833
; , etc. [full] εὔγναπτοις· καλῶς κατεσκευασμένοις, Hsch. (v.l. in Od. 18.294).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔγναμπτος
См. также в других словарях:
εύγναμπτος — εὔγναμπτος, ον και επικ. τ. ἐΰγναμπτος (Α) ο καλά λυγισμένος (α. «κληϊσιν εὐγνάμπτοις» β. «εὔγναμπτοι περόναι» γ. «εὔγναμπτος ἄγκυρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γναμπτός «καμπύλος»] … Dictionary of Greek