-
1 κληδών
A omen, presage contained in a chance utterance,χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεύς Od. 18.117
, 20.120; ὁ μὲν τῇ κ. οὐδὲν χρεώμενος (supr. φήμη) Hdt.5.72; , cf. S.El. 1110, Call.Epigr.1.14: in later Prose,κληδόνων ἀκούσονται LXX De.18.14
(v.l. - ονισμῶν), cf. Polystr.p.5 W.;μαντικὴ ἀπὸ κληδόνων Paus.9.11.7
, cf. PMag.Oxy.886.22 (iii A.D.);δέχομαι τὴν κ. Luc.Laps.8
: personified, in pl., Paus. l.c.; Φήμη καὶ Κ., = Lat. Aius Locutius, Plu.Cam. 30.II tidings, κληηδὼν πατρός news of my father, Od.4.317: abs., report, rumour,ἐξ ἀμαυρᾶς κ. A.Ch. 853
, cf. Hdt.9.101;κληδόνες παλίγκοτοι A.Ag. 863
; κ. ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν, ὅτι .. And.1.130.
См. также в других словарях:
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek