-
1 ключ
1. (инструмент) η κλείς, η κλείδα, разг. το κλειδίтрубный - των σωλήνων, ο σωληνοκάβουρας2. (эл.,элн.) о διακόπτης 3. муз. το κλειδί 4. (источник, родник) η πηγή, η κρήνη 5. свз. о κωδικός 6. (дверной) το κλειδί (της πόρτας/θύρας) 7.(зажигания) το κλειδί (της ανάφλε-ξης/εκκίνησης) 8. (телеграфный) το χειριστήριο, ο μεταδότης (των τηλεγραφικώνσημάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ключ
-
2 ключица
анат. η κλειςη κλείδατο κλειδοκόκκαλο. кляммера το στοιχείο στήριξης/σύσφιξης της οροφής. клятва ο όρκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ключица
-
3 collar-bone
noun (either of two bones joining breast-bone and shoulder-blade.) κλέιδα του ώμου -
4 ключица
-ы θ.κλείδα, κλειδοκόκκαλο.
См. также в других словарях:
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
κλεῖδα — κλείς clavis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεῖδ' — κλεῖδα , κλείς clavis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδικός — ή, ό [κλείδα] σχετικός με την κλείδα … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
επωμίδα — η (AM ἐπωμίς) φρ. «επωμίδες ιστού» κομμάτια ξύλου, προσαρμοσμένα γύρω από τη στήλη τού ιστού τού σκάφους. Χρησιμεύουν για τη στήριξη εκ τών κάτω τού θωρακίου και τών δίζυγων τού ιστού νεοελλ. 1. πλέγμα με τα διακριτικά τού βαθμού που… … Dictionary of Greek
κατακλείδα — η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς) το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και… … Dictionary of Greek
κλαΐς — κλαΐς, ίδος και ῖδος, ἁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κλείδα … Dictionary of Greek
κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek