-
1 κλεψυδρα
πρὸς κλεπψύδρας ἀγωνίζεσθαι Arst. — состязаться по водяным часам (т.е. словно на судебном заседании)
-
2 Κλεψυδρα
ἡ Клепсидра (источник близ афинского Акрополя, часто иссякавший) Arph. -
3 κλεψύδρα
η уст. клепсидра, водяные часы -
4 υδωρ
1) вода(οἶνον καὴ ὕ. μίσγειν Hom.)
ὕδατα Καφίσια Pind. — воды Кефиса;ὕ. κατὰ χειρός Arph. — вода для (омовения) рук;γῆν καὴ ὕ. αἰτεῖν (διδόναι) Her. — требовать земли и воды (давать землю и воду) ( символ капитуляции);ἐν ὕδατι, εἰς ὕ. и καθ΄ ὕδατος γράφειν погов. Plat., Men., Luc. — писать (вилами) по воде ( о бесплодных усилиях)2) дождевая вода, дождь(ὕ. ἐξ οὐρανοῦ Thuc.; τὰ ἐκ Διὸς ὕδατα Plat.)
τὸ ὕ. τὸ γενόμενον τῆς νυκτός Thuc. — выпавший ночью дождь3) напитокὕδατά τε καὴ οἱ ἄλλοι σῖτοι Plat. — напитки, а также разные яства
4) вода в водяных часах , т.е. время, предоставляемое оратору на суде, регламентἀποδιδόναι или ἐγχεῖν τινι τὸ ὕ. Dem. — предоставить кому-л. слово;
ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι и ἐπὴ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος Dem. — в течение предоставленного мне (для речи) времени;πρὸς ὕ. σμικρόν Plat. — насколько позволяет (позволило) небольшое время
См. также в других словарях:
κλεψύδρα — κλεψύδρᾱ , κλεψύδρα pipette fem nom/voc/acc dual (ionic) κλεψύδρᾱ , κλεψύδρα pipette fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλεψύδρα — Κλεψύδρᾱ , Κλεψύδρη pipette fem nom/voc/acc dual Κλεψύδρᾱ , Κλεψύδρη pipette fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλεψύδρᾳ — Κλεψύδρᾱͅ , Κλεψύδρη pipette fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… … Dictionary of Greek
κλεψύδρᾳ — κλεψύδραι , κλεψύδρα pipette fem nom/voc pl (ionic) κλεψύδρᾱͅ , κλεψύδρα pipette fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψύδρα — η στους αρχαίους ήταν αγγείο με τρύπες που γεμιζόταν με νερό και χρησίμευε για τη μέτρηση του χρόνου της ομιλίας στα δικαστήρια κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλεψύδρας — κλεψύδρᾱς , κλεψύδρα pipette fem acc pl (ionic) κλεψύδρᾱς , κλεψύδρα pipette fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψύδραι — κλεψύδρα pipette fem nom/voc pl (ionic) κλεψύδρᾱͅ , κλεψύδρα pipette fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψύδραν — κλεψύδρᾱν , κλεψύδρα pipette fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλεψύδρας — Κλεψύδρᾱς , Κλεψύδρη pipette fem acc pl Κλεψύδρᾱς , Κλεψύδρη pipette fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψυδρῶν — κλεψύδρα pipette fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)