Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλείνω+(

  • 61 смыкать

    смык||ать
    несов:
    \смыкать глаза κλείνω τά μάτια· сон \смыкатьает веки τά μάτια μου σφα-λοῦν ἀπ' τήν νύστα· не \смыкать глаз δέν κλείνω μάτι· \смыкать ряды πυκνώνω τίς γραμμές.

    Русско-новогреческий словарь > смыкать

  • 62 совершать

    соверш||ать
    несов
    1. κά(μ)νω, ἐκτελώ, πραγματοποιώ/ διαπράττω (что-л. плохое):
    \совершать подвиг κάνω (или πραγματοποιώ) κα· τόρθωμα· \совершать поездку κάνω ταξείδΓ \совершать ошибку κάνω λάθος, διαπράττω σφάλμα· \совершать преступление διαπράττω ἔγκλημα
    2. (заключать, оформлять) κλείνω:
    \совершать сделку κλείνω συμφωνία \совершатьаться γίνομαι, ἐκτελούμαι, πραγματοποιοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > совершать

  • 63 соглашение

    соглашение
    с
    1. ἡ συμφωνία:
    предварительное \соглашение ἡ προκαταρκτική συμ-(ρωνία, ἡ προσυμφωνία· приходить к \соглашениею, достигать \соглашениея καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ·
    2. (договор) ἡ συμφωνία, τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση [-ις]:
    двустороннее \соглашение ἡ διμερής συμφωνία· торговое \соглашение ἡ ἐμπορική σύμβαση· заключать \соглашение κλείνω συμφωνία, κλείνω σύμβαση, συνάπτω σύμ-φωνο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > соглашение

  • 64 book

    [buk] 1. noun
    1) (a number of sheets of paper (especially printed) bound together: an exercise book.) βιβλίο, τετράδιο, βιβλιάριο
    2) (a piece of writing, bound and covered: I've written a book on Shakespeare.) βιβλίο
    3) (a record of bets.) βιβλίο στοιχημάτων, κατάστιχο
    2. verb
    1) (to buy or reserve (a ticket, seat etc) for a play etc: I've booked four seats for Friday's concert.) κλείνω (θέση), κάνω κράτηση
    2) (to hire in advance: We've booked the hall for Saturday.) κλείνω, κάνω κράτηση
    - booking
    - booklet
    - bookbinding
    - bookbinder
    - bookcase
    - booking-office
    - bookmaker
    - bookmark
    - bookseller
    - bookshelf
    - bookshop
    - bookworm
    - booked up
    - book in
    - by the book

    English-Greek dictionary > book

  • 65 close down

    1) ((of a business) to close permanently: High levels of taxation have caused many firms to close down.) κλείνω (οριστικά), βάζω λουκέτο
    2) ((of a TV or radio station etc) to stop broadcasting for the day (noun closedown).) κλείνω αναμετάδοση

    English-Greek dictionary > close down

  • 66 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 67 завернуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завернутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. τυλίγω, περιτυλίσσω•

    завернуть покупки в бумагу τυλίγω τα ψώνια με χαρτί.

    2. μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω•

    завернуть рукав μαζεύω το μανίκι•

    завернуть подол μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο).

    3. αμ. στρίβω, κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω•

    завернуть налево στρίβω αριστερά.

    4. περνώ, μπαίνω διερχόμενος•

    он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι από το χωριό.

    5. βιδώνω•

    завернуть гайку βιδώνω το περικόχλιο.

    || κλείνω, σταματώ, σβήνω•

    завернуть кран ή воду κλείνω τη βρύση, το νερό•

    завернуть газ σβήνω το φωταέριο.

    6. επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω•

    -ли морозы έπεσε παγετός.

    1. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•

    -в одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα•

    завернуть в шинель κουκουλώνομαι με τη χλαίνη.

    2. ανασύρομαι, ανασηκώνομαι.
    3. βιδώνομαι σφιχτά, σφίγγω•

    кран -лся η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά).

    Большой русско-греческий словарь > завернуть

  • 68 загромоздить

    -зжу, -здишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загроможденный, βρ: -ден, -дена, -дено; ρ.σ.μ. φράζω, εμποδίζω το πέρασμα, κλείνω (με πολλά και χοντρά πράγματα)• επισωρεύω•

    -дорогу φράζω το δρόμο•

    загромоздить комнату мебелью κλείνω το δωμάτιο με έπιπλα.

    || μτφ. επιφορτίζω, παραφορτώνω.

    Большой русско-греческий словарь > загромоздить

  • 69 задёрнуть

    ρ.σ.μ. τραβώ, χαμηλώνω, σύρω, κλείνω•

    задёрнуть полог κλείνω το στόρι.

    || καλύπτω, σκεπάζω•

    небо -ло облаками ο ουρανός έκλεισε από σύννεφα.

    σκεπάζομαι, καλύπτομαι, κλείνομαι•

    задёрнуть туманом, дымом καλύπτομαι από ομίχλη, καπνό.

    Большой русско-греческий словарь > задёрнуть

  • 70 заживить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заживленный, βρ: -лен, -лена, -о
    ρ.σ.μ. θεραπεύω, γιατρεύω•

    -рану θεραπεύω την πληγή.

    || (για πληγή) επουλώνομαι, κλείνω.
    επουλώνομαι, κλείνω•

    рана -лась η πληγή επουλώθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > заживить

  • 71 законтрактовать

    -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. законтрактованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    κλείνω σύμβαση. || μισθώνω, προσλαμβάνω•

    законтрактовать рабочих προσλαμβάνω εργάτες με σύμβαση.

    κλείνω σύμβαση• υποχρεώνομαι, από τη σύμβαση.

    Большой русско-греческий словарь > законтрактовать

  • 72 закрутить

    -учу, -утишь ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, συστρέφω• περιστρέφω•

    закрутить проволоку στρίβω το σύρμα•

    закрутить усы στρίβω το μουστάκι•

    закрутить сигарету στρίβω το τσιγάρο.

    2. περιτυλίγω, κουβαριάζω, συσπειρώνω
    3. (απλ.) βιδώνω• κλείνω περιστρέφοντας•

    закрутить гайку βιδώνω το παξιμάδι•

    кран κλείνω την κάνουλα.

    4. (απλ.) ευφυολογώ, εκφράζομαι πετυχημένα.
    5. αρχίζω να στρίβω κλπ. ρ. βλ. крутить.
    1. στρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    2. αρχίζω να περιστρέφομαι, να στρίβομαι βλ. κ. крутиться.

    Большой русско-греческий словарь > закрутить

  • 73 закупорить

    -рю, -ришь, προστκ. закупори
    ρ.σ.μ. Βουλώνω, ταπώνω, πωματίζω•

    закупорить бутылку βουλώνω το μπουκάλι.

    || μτφ. κλείνω•

    закупорить в комнату κλείνω στο δωμάτιο.

    βουλώνομαι, ταπώνομαι, πωματίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > закупорить

  • 74 замуровать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замурованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. λιθοχτίζω, κλείνω με πέτρες•

    замуровать окно λυθοχεί-ζω το παράθυρο.

    2. εσωκλείω σε λιθόχτιστο•

    -в стене оружие κλείνω όπλο μέσα σε λιθότοιχο.

    1. χτίζομαι με πέτρα. || κλείνομαι μέσα στο λιθότοιχο,
    2. μτφ. απομονώνομαι•

    он -лся в деревне αυτός απομονώθηκε στο χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > замуровать

  • 75 запахнуть

    ρ.σ. αρχίζω να μυρίζω.
    ρ.σ.μ. κλείνω τα φύλλα ενδύματος•

    запахнуть полы халата κουμπώνω τη ρόμπα.

    || κλείνω απότομα (πόρτα, παράθυρο κ.τ.τ.).
    καλύπτομαι, τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•

    -в шубу τυλίγομαι στη γούνα.

    Большой русско-греческий словарь > запахнуть

  • 76 заслонить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслоненный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -ла солнце το σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    || εμποδίζω, φράζω, κλείνω•

    заслонить дорогу κλείνω το δρόμο.

    || προφυλάσσω•

    заслонить от ветра προφυλάσσω από τον άνεμο.

    2. μτφ. επισκιάζω, επισκοτίζω, βάζω σε δεύτερη μοίρα• ξεχνώ για λίγο.
    καλύπτομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заслонить

  • 77 зашить

    -шью, -шьшь, προστκ. зашей
    ρ.σ.μ.
    ράβω•

    зашить пальто ράβω πανωφόρι•

    зашить рану ράβω την πληγή.

    || κλείνω πυκνά (με ξύλα κ.τ.τ.). || κλείνω μέσα ράβοντας•

    зашить в мешок ράβω μέσα στο σακί.

    δεν τα βγάζω πέρα, δεν ξέρω τι να κάνω, πελαγώνω.

    Большой русско-греческий словарь > зашить

  • 78 перекрыть

    -рою, -роешь
    ρ.σ.μ.
    1. ξανασκε-πάζω, επανακαλύπτω καλύπτω αλλιώς.
    2. στεγάζω, κάνω στέγη.
    3. (χαρτπ.) νικώ, σκεπάζω (με μεγαλύτερο χαρτί)•

    козырного туза не -оешь τον άσσο ατού δεν τον νικάς.

    4. καλύπτω, σκεπάζω (όλο, πολύ).
    5. ξεπερνώ, υπερβάλλω•

    перекрыть старые нормы ξεπερνώ τις παλαιές νόρμες•

    лтчик -ыл прежний рекорд ο αεροπόρος κατέρριψε το προηγούμενο ρεκόρ•

    перекрыть план ξεπερνώ το πλάνο.

    || (για φωνή, ήχο)• σκεπάζω (φωνάζω, ηχώ δυνατότερα).
    6. αναπληρώνω.
    7. φράζω, κλείνω•

    перекрыть путь φράζω το δρόμο•

    воду κλείνω το νερό.

    Большой русско-греческий словарь > перекрыть

  • 79 притворить

    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. притворенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    κλείνω ελαφρά•

    притворить за собой дверь κλείνω πίσω μου ελαφρά την πόρτα.

    κλείνομαι ελαφρά.

    Большой русско-греческий словарь > притворить

  • 80 рот

    рта, προθ. о рте, во рту α.
    1. στόμα•

    рот большой рот μεγάλο στόμα•

    маленький рот στοματάκι•

    открывать рот ανοίγω το στόμα•

    закрывать рот κλείνω το στόμα•

    во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•

    прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•

    дышать ртом αναπνέω με το στόμα.

    2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•

    мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.

    εκφρ.
    зажать (замазать, заткнутьκ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•
    открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•
    смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•
    в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•
    в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•
    в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•
    во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•
    рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώ
    ανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•
    мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•
    разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•
    хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•
    то – παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > рот

См. также в других словарях:

  • κλείνω — και κλείω και κλειώ, έκλεισα, κλείστηκα, κλεισμένος 1. φράζω, κάνω κάτι να μην είναι πια ανοιχτό: Κλείνω την πόρτα. 2. αποκλείω, φράζω τη διάβαση, διακόπτω την επικοινωνία: Τα χιόνια έχουν κλείσει τα ορεινά χωριά. 3. συμπληρώνω: Σήμερα η κόρη μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλείνω — κλείνω, έκλεισα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • κλεινῷ — κλεινός famous masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεινώ — κλεινός famous masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισοκλείνω — κλείνω κάτι κατά το ήμισυ, κλείνω λίγο, όχι εντελώς …   Dictionary of Greek

  • αμπαρώνω — κλείνω την πόρτα με αμπάρα για μεγαλύτερη ασφάλεια η μετοχή αμπαρωμένος έχει και την έννοια κλεισμένος στον εαυτό του, απρόθυμος για επικοινωνία ή συνεννόηση, επιφυλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρα. ΠΑΡ. αμπάρωμα, αμπαρωτός] …   Dictionary of Greek

  • βαδώνω — κλείνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • εσωκλείω — κλείνω μέσα σε κάτι, ιδίως σε επιστολή, σε φάκελο («σού εσώκλεισα 100 δραχμές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • κλειδοστομιάζω — κλείνω σφιχτά το στόμα μου, σωπαίνω από έκπληξη ή από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + στομιάζω (< στόμα), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • εσωκλείω — κλείνω μέσα: Εσωκλείω στογράμμα μερικά χαρτονομίσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»