Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλίση

  • 81 скат

    скат I
    м (склон) ἡ κλίση [-ις], τό κλίτος (крыши и т. п.) / ἡ κατωφέρεια, ἡ ἐπίκλισις, ἡ κλιτύς, ἡ πλαγιά (горы и т. п.).
    скат II
    м (рыба) τό σαλάχι:
    электрический \скат ἡ μαργωτήρα, ἡ μουδιάστρα, ἡ νάρκη.

    Русско-новогреческий словарь > скат

  • 82 склон

    склон
    м (горы и т. ἡ.) ἡ κλίση, ὁ κατήφορος, ἡ κλιτύς, ἡ πλαγιά, ἡ κατωφέρεια:
    крутой \склон ἡ ἀπότομη κατωφέρεια· ◊ на \склоне лет, дией στά γεράματα, στά ὑστερνά.

    Русско-новогреческий словарь > склон

  • 83 склонение

    склонение
    с
    1. грам. ἡ κλίση [-ις]·
    2. астр. ἡ ἀπόκλιση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > склонение

  • 84 спряжение

    спряжение
    с ἡ κλίση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > спряжение

  • 85 третий

    трет||ий
    прил τρίτος:
    \третийье лицо́ τό τρίτο πρόσωπο· \третийье склонение грам. ἡ τρίτη κλίση· \третий этаж τό δεύτερο πάτωμα· \третий класс (в школе) ἡ τρίτη τάξη· \третийьего числа στις τρεις τοῦ μηνός, τήν τρίτη τοῦ μηνός· \третийьего января στίς τρεις 'ἱανουαρίου· \третийья страница ἡ τρίτη σελίδα· \третийьего дня προχθές· ◊ из \третийьих рук ἀπό τρίτο χέρι.

    Русско-новогреческий словарь > третий

  • 86 тяготение

    тяготени||е
    с
    1. физ. ἡ βαρύτητα, ἡ βαρύτης:
    закон всемирного \тяготениея ὁ νόμος τής παγκοσμίας ίλξεως (τής βαρύτητος)·
    2. перен (κ чему-л.) ἡ κλίση [-ις], ἡ τάσπ [-ις]/ ἡ ἐπιθυμία, ὁ πόθος (влечение).

    Русско-новогреческий словарь > тяготение

  • 87 тяготеть

    тяготе||ть
    несов
    1. физ. Ιλκομαι ἀπό, ρέπω προς, κλίνω·
    2. перен τείνω, κλίνω, ἔχω τάση γιά:
    \тяготеть· к иску́сству ἔχω κλίση στήν τέχνη· ◊ несчастья \тяготетьют над ним ἡ δυστυχία τόν καταδιώκει.

    Русско-новогреческий словарь > тяготеть

  • 88 флексия

    флек||сия
    ж грам. ἡ κλίση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > флексия

  • 89 aptitude

    ['æptitju:d]
    ((sometimes with for) (a) talent or ability: an aptitude for mathematics.) κλίση, έφεση

    English-Greek dictionary > aptitude

  • 90 backhand

    1) (in tennis etc, a stroke or shot with the back of one's hand turned towards the ball: a clever backhand; His backhand is very strong.) ανάποδο χτύπημα
    2) (writing with the letters sloping backwards: I can always recognize her backhand.) γράψιμο με κλίση στα αριστερά

    English-Greek dictionary > backhand

  • 91 conjugation

    noun κλίση

    English-Greek dictionary > conjugation

  • 92 grade

    [ɡreid] 1. noun
    1) (one level in a scale of qualities, sizes etc: several grades of sandpaper; a high-grade ore.) βαθμίδα, βαθμός
    2) ((American) (the pupils in) a class or year at school: We're in the fifth grade now.) τάξη
    3) (a mark for, or level in, an examination etc: He always got good grades at school.) βαθμός
    4) ((especially American) the slope of a railway etc; gradient.) κλίση
    2. verb
    1) (to sort into grades: to grade eggs.) ταξινομώ
    2) (to move through different stages: Red grades into purple as blue is added.) αλλάζω βαθμιαία
    - grader
    - grade school
    - make the grade

    English-Greek dictionary > grade

  • 93 gradient

    ['ɡreidiənt]
    1) (the amount of slope (eg of a road, a railway): a gradient of 1 in 4.) κλίση
    2) (a slope.) πλαγιά

    English-Greek dictionary > gradient

  • 94 leaning

    noun (a liking or preference: She has a leaning towards the arts.) κλίση

    English-Greek dictionary > leaning

  • 95 list

    I 1. [list] noun
    (a series eg of names, numbers, prices etc written down or said one after the other: a shopping-list; We have a long list of people who are willing to help.) κατάλογος, λίστα
    2. verb
    (to place in a list: He listed the things he had to do.) κάνω κατάλογο, απαριθμώ
    II 1. [list] verb
    (to lean over to one side: The ship is listing.) γέρνω
    2. noun
    The ship had a heavy list.) κλίση

    English-Greek dictionary > list

  • 96 slant

    1. verb
    (to be, lie etc at an angle, away from a vertical or horizontal position or line; to slope: The house is very old and all the floors and ceilings slant a little.) γέρνω
    2. noun
    (a sloping line or direction: The roof has a steep slant.) κλίση

    English-Greek dictionary > slant

  • 97 slope

    [sləup] 1. noun
    1) (a position or direction that is neither level nor upright; an upward or downward slant: The floor is on a slight slope.) κλιση
    2) (a surface with one end higher than the other: The house stands on a gentle slope.) πλαγιά
    2. verb
    (to be in a position which is neither level nor upright: The field slopes towards the road.) γέρνω

    English-Greek dictionary > slope

  • 98 steepness

    noun απότομη κλίση

    English-Greek dictionary > steepness

  • 99 tilt

    [tilt] 1. verb
    (to go or put (something) into a sloping or slanting position: He tilted his chair backwards; The lamp tilted and fell.) γέρνω
    2. noun
    (a slant; a slanting position: The table is at a slight tilt.) κλίση
    - at full tilt
    - full tilt

    English-Greek dictionary > tilt

  • 100 наклонение

    [νακλανιένιιε] ουσ. ο. κλίση, έγκλιση

    Русско-греческий новый словарь > наклонение

См. также в других словарях:

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • κλίση — η 1. μετάθεση από την κάθετη ή οριζόντια θέση στην πλάγια, λύγισμα, γέρσιμο: Οι στρατιώτες έκαναν κλίση της κεφαλής δεξιά. 2. σχηματισμός των τύπων κλιτού μέρους του λόγου: Να μας πεις την κλίση του ονόματος το κρέας. 3. ροπή: Έχει κλίση στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη …   Dictionary of Greek

  • ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»