-
1 κλαις
-
2 Είναι για να γελάς και να κλαις
• И смех, и грехИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Είναι για να γελάς και να κλαις
-
3 γελώ
(α) (αόρ. (ε)γέλασα, παθ. αόρ. (ε)γελάστηκα) 1. αμετ.1) смеяться;γελώ με την καρδιά ( — или ψυχή) μου — смеяться от души;
γελώ με κάποιον, κάτι — смеяться над кем-л., чём-л.;
κάνω κάποιον να γελάσει — смешить кого-л.;
γελώ χωρίς όρεξη — смеяться сквозь зубы;
2) улыбаться;αυτή μού γέλασε она мне улыбнулась; 3) радоваться, сиять от радости;γελούσε ολόκληρος απ' τη χαρά του — он весь сиял от радости;
γελούν και τ' αυτιά του — он вне себя от радости;
§ είναι γιά να γελας και να κλαις — и смех и грех;
γελώ κάτω απ' τα μουστάκια ( — или από τα χείλη) μου — посмеиваться в усы, про себя;
είναι γιά να γελάν οι κόττες — курам на смех;
2. μετ.1) смеяться, насмехаться (над кем-л.); разыгрывать (кого-л.);όλοι τον γελούν — над ним все смеются;
2) обманывать, надувать;με γέλασαν στα χαρτιά меня надули в карты; 3) обманывать; совращать, соблазнять;1) — обманываться, ошибаться, заблуждаться;γελιέμαι, γελιούμαι
2) быть обманутым (о девушке, женщине);§ βγαίνω γελασμένος — прогадать, просчитаться
-
4 έρχομαι
(αόρ. ήλθα, ήρθα и ήρτα — μέλλ. θα έλθω, έρθω, ερτω—προστ. έλα, ελατέ, ελθέ, έλθετε) αμετ.1) идти (откудаέρχл.); приходить; прибывать, приезжать; έλα εδώ иди сюда; θάρθει με το βραδυνό τραίνο он приедет вечерним поездом;έρχομαι πρώτος (δεύτερος, τρίτος) — а) приходить, прибывать первым (вторым, третьим); — б) занимать первое (второе, третье) место;
δεν ήρθε γιά καλό ничего хорошего не жди от его приезда;2) возвращаться; 3) приходить (в какое-л. состояние);έρχομαι στα συγκαλά μου ( — или στον εαυτό μου) — приходить в себя, успокаиваться;
4) приходить, появляться (об обычае, слове, выражении);5) подходить, приближаться, наступать;τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου — я видел, как он направился ко мне;
μας ήρθε ο χειμώνας наступила зима;έρχεται μπόρα — приближается гроза;
έρχεται βροχή — собирается дождь;
6) появляться;έρχομαι στον κόσμο — появляться на свет;
έρχομαι εις φως — обнаруживаться;
έρχομαι εις γνώσιν — становиться известным;
7) охватывать, внезапно овладевать;του ήρθε ζάλη у него закружилась голова; του ήρθε πυρετός у него поднялась температура; του ήρθε ΰπνος им овладел сон, он заснул; του ήρθε ο οίστρος к нему пришло вдохновение; μου ήρθε κόλπος я был ошеломлён; 8) απρόσ. мне хочется; μούρχονται γελοία или μοδρχεται να γελάσω меня разбирает смех; μούρχεται να κλάψω мне хочется плакать; δε μούρχεται να τον πικράνω мне не хочется его огорчать; μοδρχεται όρεξη να κάνω κάτι мне хочется сделать что-л.; 9) попадать (в какое-л. положение);έρχομαι εις αμηχανίαν — попадать в затруднительное положение;
10) перен. доходить до...; докатываться до... (разг);έρχομαι εις ρήξιν — доходить др разрыва, порывать;
έρχόμαστε σε λόγια (στα χέρια) — доходить до ссоры (до драки);
11) переворачиваться (падая);ήρθε κορώνα монета упала «орлом»; 12) перен. оборачиваться, поворачиваться (о делах, событиях);πού ξέρεις πώς έρχονται καμμιά φορά τα πράματα! — кто знает, как могут обернуться дела!;
13) идти, быть к лицу; подходить, годиться;καλά της έρχεται το φόρεμα — это платье ей к лицу;
14) соглашаться;ήρθε στα λόγια μου он согласился со мной;δεν έρχεται σε λογαριασμό — с ним не договоришься, с ним трудно договориться;
15) приходить (к чему-л.);έρχ να πιστέψω — приходить к убеждению;
16) хотеть, собираться;διά της παρούσης μου έρχομαι να σας αναγγείλω ότι... — настоящим я хочу уведомить вас, что...;
πρώτον έρχομαι να ερωτήσω γιά την καλή σας υγεία — сначала я хочу осведомиться о вашем здоровье (формула в начале письма);
§ έρχομαι κατόπιν ( — или μετά, υστέρα)... — следовать за...;
έρχομαι πρίν ( — или προηγούμενα, πρώτα) — предшествовать;
έρχώς ( — или ίσαμε) — доходить до..., достигать (какого-л. предела, уровня);
μου έρχεται ως τούς ώμους — он мне по плечо;
τό φουστάνι της έρχεται ως τα γόνατα — юбка доходит ей до колен;
έρχομαι στα πράματα — приходить к власти;
έρχομαι σε βοήθεια — приходить на помощь;
έρχομαι στο κέφι — слегка пьянеть;
καλώς ήλθες (или ήλθατε)! добро пожаловать!;ήρθε καπάκι это как раз то, что надо; ήρθε η ώρα να... пришло время, настал момент, пробил час; λέει ό,τι τούρθει он говорит всё, что придёт ему в голову; όλα ανάποδα μας ήρθαν(ε) всё у нас пошло шиворот-навыворот; τί μοΰρθε να το κάνω αυτό; зачем я это сделал?; τί σούρθε να πας; зачем ты поехал?; μοΰρθε στο νού я вспомнил, мне пришло на ум; μούρχεται άλλο πράμα мне трудно сказать, что со мной; τί σού ήλθε; что на тебя нашло?;πάει κ' έρχεται — быть сносным, терпимым, подход'ящим (о человеке, предмете);
πάει (или συ ρε) κ' έλα туда и обратно;εισιτήριο 'πάει κ' έλα билет туда и обратно; τό (τα) πήγαιν' έλα или τό (τα) σύρε κ' έλα хождение взад и вперёд; έλα δα, μην τα παραφουσκώνεις нет, не надо преувеличивать; έλα, μην κλαις πιά ну хватит, перестань плакать;έρχομαι κατ' επάνω — а) направляться, двигаться на кого-л.; — б) нападать, атаковать кого-л.;
Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε погов, а) каким он был, таким и остался; б) с чем пошёл, с тем и вернулся; вернулся ни с чем -
5 κλαίω
(αόρ. έκλαψα и έκλαυσα, παθ. αόρ. (ε)κλάφτηκα и εκλαύσθην, μετχ. πρκ. κλαμένος) 1. αμετ. плакать;κλαίω με λυγμούς ( — или με αναφυλλητά) — плакать навзрыд;
2. μετ. оплакивать, жалеть;είναι γιά να τον κλαίς он в очень плохом, жалком состоянии; § αν δεν κλάψει το παιδί δεν τού δίνουνε βυζί (или δεν τού δίνει η μάνα του βυζί) посл, дитя не плачет, мать не разумеет;κλαί(γ)ομαι, κλαίουμαι — жаловаться; — плакаться, прибедняться
См. также в других словарях:
κλαΐς — κλαΐς, ίδος και ῖδος, ἁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κλείδα … Dictionary of Greek
κλᾶις — κλᾷς , κλάω cry pres subj act 2nd sg κλᾷς , κλάω cry pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
CLAVIS — I. CLAVIS Graece κλεὶς, Ionice κληῒς, unde κλαῒς et κλαβίς, et hinc Romanum Clavis, modo claustrum, modo clavem notat. Aratus, κληϊίδι ςθύρην ἔντοςθ᾿ ἀραρις̔αν Δικλϊδα. Ubi κληῒς, claustrum est, τὸ ἀσφάλισμα τῆς ςθύρας, adeoque idem quod ὀκεὺς.… … Hofmann J. Lexicon universale
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
κατηφώ — κατηφῶ, έω (Α) [κατηφής] 1. κατεβάζω τα μάτια κυρίως από λύπη ή ντροπή, είμαι κατηφής, δύσθυμος, κατσουφιάζω (α. «μνηστῆρες δ ἀκάχοντο κατήφησάν τ ἐνὶ θυμῷ», Ομ. Οδ. β. «τὶ δὴ κατηφεῑς ὄμμα καὶ δακρυρροεῑς» γιατί έχεις κατεβασμένα τα μάτια και… … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
Μπακόλας, Νίκος — (Θεσσαλονίκη 1927 – 1999). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε Μαθηματικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αλλά σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος και κριτικός. Εργάστηκε σε περιοδικά και εφημερίδες της Θεσσαλονίκης ως συντάκτης,… … Dictionary of Greek
Ξυλούρης, Νίκος — (Ανώγεια Ηρακλείου Κρήτης 1938 – 1980). Μουσικοσυνθέτης λαϊκών και δημοτικών τραγουδιών και τραγουδιστής. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως τραγουδιστής και λυράρης σε γάμους και πανηγύρια της περιοχής Ανωγείων σε ηλικία μόλις 15… … Dictionary of Greek
Αράπης — ο πληθ. ηδες και άδες, θηλ. ισσα και ίνα 1. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή και ειδικότερα ο Άραβας ή ο Αιγύπτιος: Ήρθε στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ με τους Αραπάδες του. 2. ως προσηγορ. αράπης, ο (θηλ. α), μελαχρινός: Ο ήλιος σ έκανε αράπη. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)