-
1 τηλεθαω
(только part. τηλεθάων и τηλεθόων) пышно разрастаться, цвести, быть в расцвете(ὕλη τηλεθόωσα Hom.; κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων HH.)
χαίτη τηλεθόωσα Hom. — пышные кудри;παῖδες τηλεθάοντες Hom. — цветущие дети
См. также в других словарях:
τηλεθάω — Α 1. (για δένδρα και φυτά) θάλλω, ακμάζω, είμαι γεμάτος φύλλα, άνθη ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», Ομ. Ιλ. β. «ἐλαῑαι τηλεθόωσαι», Ομ. Οδ. γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. α) ακμαίος, γεμάτος ζωντάνια («παῑδας...τηλεθάοντας», Ομ.… … Dictionary of Greek