Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κινδύνου

  • 41 колокол

    α., πλθ. -ла.
    1. καμπάνα, κώδωνας•

    церковный колокол καμπάνα της εκκλησιάς•

    -водолазный καταδυτικός κώδωνας•

    пожарный -πυροσβεστικός κώδωνας•

    набатный колокол κώδωνας κινδύνου ή συναγερμού•

    язык -а γλωσσίδι της καμπάνας, ρόπτρο;•

    ударить колокол χτυπώ την καμπάνα•

    звонит: -α ηχούν οι καμπάνες.

    2. πλθ. -а, -ов (μουσ.) κωδωνοστοιχία.

    Большой русско-греческий словарь > колокол

  • 42 осознание

    ουδ.
    συναίσθηση•

    осознание опасности συναίσθηση του κινδύνου.

    Большой русско-греческий словарь > осознание

  • 43 отвращение

    ουδ.
    1. αποστροφή.
    2. αποτροπή, εμπόδιση• πρόληψη, αποσόβηση•

    для -я опасности για αποτροπή του κινδύνου.

    3. ξεσυνήθιση.
    4. απέχθεια, αηδία, σιχαμός•

    питать отвращение απεχθάνομαι, συχαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отвращение

  • 44 преувеличение

    ουδ.
    υπερβολή, μεγαλοποίηση• παραφούσκωμα•

    преувеличение опасности μεγαλο-ποιηση του κινδύνου.

    Большой русско-греческий словарь > преувеличение

  • 45 просигнализировать

    ρ.σ.
    1. σηματοδοτώ, δίνωσήμα, σινιάλο.
    2. μτφ. προειδοποιώ, κρούωτον κώδωνα (του κινδύνου). •

    Большой русско-греческий словарь > просигнализировать

  • 46 сигнал

    α.
    1. σημείο, σήμα, σύνθημα, σινιάλο•

    сигнал воздушной тревоги σύνθημα αεροπορικού συναγερμού•

    световой сигнал οπτικό (φωτεινό) σήμα•

    дорожные -ы οδικά σήματα•

    звуковой сигнал ακουστικό σήμα•

    сигнал сбора σύνθημα συγκέντρωσης•

    по первому -у με το πρώτο σύνθημα•

    давать (дать) сигнал δίνω σήμα, σηματοδοτώ.

    2. μτφ. ένδειξη. || μτφ. προειδοποίηση, προμήνυμα, προοίμιο•

    сигнал бедствия σήμα κινδύνου.

    Большой русско-греческий словарь > сигнал

  • 47 сознавать

    -знаю, -знаешь, προστκ. сознавай.
    επιρ. μτχ. сознавая
    ρ.δ.μ.
    1. καταλαβαίνω, κατανοώ• αναγνωρίζω, παραδέχομαι•

    свою вину παραδέχομαι το σφάλμα μου ή την ενοχή μου•

    сознавать опасность έχω επίγνωση του κινδύνου.

    2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω•

    больной ничего не -знаёт ο άρρωστος τίποτε δεν καταλαβαίνει.

    εκφρ.
    сознавать себяπαλ. αισθάνομαι.
    αναγνωρίζω, παραδέχομαι•

    сознавать в своей вине παραδέχομαι το σφάλμα μου ή την ενοχή μου•

    сознавать в своём бессилии παραδέχομαι την αδυναμία μου.

    Большой русско-греческий словарь > сознавать

  • 48 СОС

    επιφ.
    SOS (σήμα κινδύνου).

    Большой русско-греческий словарь > СОС

  • 49 тревога

    θ.
    1. φόβος, ανησυχία, ταραχή, άγχος• αδημονία•

    тревога за будущее ανησυχία για το μέλλον•

    маму охватила какая-то тревога τη μάνα την κυρίευσε κάποιος φόβος.

    || θόρυβος, ταραχή, φασαρία•

    что за тревога на улице? τι φασαρία γίνεται έξω;

    2. συναγερμός•

    сигналтревогаи σύνθημα συναγερμού•

    ударить -у σημαίνω συναγερμό•

    отбой -и παύση του συναγερμού•

    в случае -и σε περίπτωση συναγερμού.

    εκφρ.
    бить -у – κρούω τον κώδωνα του κινδύνου (επισημαίνω επερχόμενο κακό ή κακές συνέπειες).

    Большой русско-греческий словарь > тревога

См. также в других словарях:

  • κινδύνου — κινδύ̱νου , κίνδυνος danger masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( …   Википедия

  • βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… …   Dictionary of Greek

  • εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… …   Dictionary of Greek

  • ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… …   Dictionary of Greek

  • συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»