-
1 Κηφισις
См. также в других словарях:
Κηφισίς — Κηφισίς, ἡ (Α) (θηλ. τού Κηφισός) (μόνο στην Ομ. Ιλ. και στον Ομηρ. Ύμν. εις Απόλλ.) φρ. λίμνη Κηφισίς η λίμνη Κωπαΐς, η αποξηραμένη σήμερα Κωπαΐδα … Dictionary of Greek
Κηφισίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηφισίδα — Κηφισίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηφισίδες — Κηφισίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηφισίδι — Κηφισίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηφισίδος — Κηφισίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)