-
1 Κηρών
-
2 Κηρῶν
-
3 κηρών
κήρthe goddess of death: fem gen plκήραcera: fem gen plκηρόομαιto be destroyed: pres part act masc voc sg (doric aeolic)κηρόομαιto be destroyed: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κηρόομαιto be destroyed: pres part act masc nom sgκηρόομαιto be destroyed: pres inf act (doric)κηρόςbees-wax: masc gen plκηρόωwax over: pres part act masc voc sg (doric aeolic)κηρόωwax over: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κηρόωwax over: pres part act masc nom sgκηρόωwax over: pres inf act (doric) -
4 κηρῶν
κήρthe goddess of death: fem gen plκήραcera: fem gen plκηρόομαιto be destroyed: pres part act masc voc sg (doric aeolic)κηρόομαιto be destroyed: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κηρόομαιto be destroyed: pres part act masc nom sgκηρόομαιto be destroyed: pres inf act (doric)κηρόςbees-wax: masc gen plκηρόωwax over: pres part act masc voc sg (doric aeolic)κηρόωwax over: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κηρόωwax over: pres part act masc nom sgκηρόωwax over: pres inf act (doric) -
5 κηρών
-
6 κηρώνας
-
7 κηρῶνας
-
8 ἐπεισοδιάζω
A import, introduce from without,ὁ τῶν αἰσθήσεων ὄχλος ἐπεισωδίασεν [τῇ ψυχῇ] κηρῶν ἀμήχανον πλῆθος Ph.1.134
:— [voice] Pass., ib. 592.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεισοδιάζω
-
9 κηρός (2)
Grammatical information: m.Meaning: `wax' (Od.).Compounds: Often as 1. member, e. g. in κηρό-δε-τος `with wax fitted together' (Theoc. a. o.), κηρο-πλάσ-της `wax-sculptor' (Pl.), κηρο-τακ-ίς f. "hot plate", (to keep wax paints hot) ( PHolm. 6, 33; cf. Lagercrantz ad loc.); as 2. member e. g. in πισσό-κηρος m. `propolis, a mix of resin and wax, with which bees line their hives, bee-bread' (Arist., Plin.; beside it κηρό-πισσος `ointment from wax and resin' [Hp.], cf. Risch IF 59, 58), μελί-κηρος `bee-wax' (pap.); beside it: μελι-κήρ-ιον `honeycomb' (Sm.), μελι-κηρ-ίς `id.', metaph. `cyst or wen' (which resembles a honeycomb) (Hp., pap.), μελί-κηρᾰ f. `spawn of the murex' (Arist.).Derivatives: 1. κηρίον `wax-cake, honeycomb' (IA. h. Merc. 559; Zumbach Neuerungen 11) with κηρίδιον (Aët.), κηριώδης `honeycomb-like' (Thphr.), κηρίωμα `tearing eyes' (S. Fr. 715), κηριάζω `spawn', of the purple (snail), as its spawn resembles a honeycomb (Arist.). - 2. κήρινος `of wax' (Alcm., Att.) with κηρίνη (sc. ἔμπλαστρος) name of a plaster (medic.); 3. κήρινθος m. `bee-bread' (Arist., Plin., H.; on the identical GN s. v. Blumenthal ZONF 13, 251); 4. κηρίων, - ωνος `wax-candle, -torch' (Plu., Gal.; Chantraine Formation 165, Schwyzer 487); 5. κηρών, - ῶνος `bee-hive' (sch.); 6. κηρίς fish-name = κιρρίς? (Diph. Siph., Alex. Trall.; s. κιρρός), prob. after the yellow colour; cf. Strömberg Fischnamen 20f., Thompson Fishes s. v.; 7. κηρῖτις ( λίθος) `wax-like stone' (Plin. HN 37, 153: "cerae similis"; Redard Les noms grecs en - της 55); 8. *κηροῦσσα in Lat. cērussa `white-lead' ( Plaut.; cf. W.-Hofmann s. v. and Friedmann Die jon. u. att. Wörter im Altlatein 94f.). - Denominative verbs: 1. κηρόομαι, - όω `be covered with wax resp. cover' (Hp., Herod., AP) with κήρωσις `bee-wax' (Arist.); κήρωμα `wax-ointment, -plaster' (Hp.; cf. Chantraine Formation 186f., Lat. cērōma), - ματικός, - ματίτης, - ματιστής (Redard 47); κηρωτή `id.' (Hp., Ar., Dsc.) with κηρωτάριον `id.' (medic.); 2. κηρίζω `look like wax' (Zos. Alch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The connexion by Curtius 149 with a Baltic word for `honeycomb', Lith. korỹs, Latv. kâre(s), is rejected or doubted by several scholars (Osthoff Etym. parerga 1, 18ff., Fraenkel Lit. et. Wb. s. korỹs, Specht Ursprung 52). As a Dor. *κᾱρός cannot be shown (Osthoff l. c.) and as borrowing of IA. κηρός in another language cannot be demonstrated, the comparison seems impossible (Lith. has IE.ā, the Greek form ē). As further for the Indoeuropeans bee-culture can hardly be expected (on IE. names for the products of bees s. on μέλι and μέθυ), one must reckon for κηρός with foreign origin (cf. Haupt Actes du 16éme congr. des orientalistes [1912] 84f., Schrader-Nehring Reallex. 1, 140f., Chantraine Formation 371, Deroy Glotta 35, 190, Alessio Studi etr. 19, 161ff., Belardi Doxa 3, 210). - From κηρός prob. as LW [loanword] Lat. cēra (-a after tabella, crēta; details in W.-Hofmann s. v.); from Lat. cēreolus Gr. κηρίολος `wax-candle' (Ephesos IIp). The word κήρινθος `bee-bread' seems Pre-Greek. Wrong Huld in EIEC 637Page in Frisk: 1,843-844Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κηρός (2)
См. также в других словарях:
κηρών — κηρών, ῶνος, ὁ (Α) [κηρός] η κυψέλη τών μελισσών … Dictionary of Greek
Κηρῶν — Κήρ the goddess of death fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρῶν — κήρ the goddess of death fem gen pl κήρα cera fem gen pl κηρόομαι to be destroyed pres part act masc voc sg (doric aeolic) κηρόομαι to be destroyed pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κηρόομαι to be destroyed pres part act masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρῶνας — κηρών bee hive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LAMPADARII — officiisac ministrisillustrium dignitatum vulgo accensentur, maxime vero Praefectis Praetorio et Magistris Officiorum adscribuntur, apud Iulianum Antecessorem Constitut. 37. et in Notit. Imp. ac deinde in ferioribus etiam magistratibus. ex Impp.… … Hofmann J. Lexicon universale
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακας — ο, Ν χημ. συν. στον πληθ. οι υδρογονάνθρακες μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων τών οποίων το μόριο αποτελείται μόνο από άνθρακα και υδρογόνο και οι οποίες αποτελούν το κύριο συστατικό τών πετρελαίων και των φυσικών αερίων ή συστατικά τών φυτικών … Dictionary of Greek
χλωροφόρμιο — Οργανική αλογονούχα ένωση με τύπο CHCl3 ένα τριχλωριωμένο παράγωγο του μεθανίου. Στη βιομηχανία, το χ. παρασκευάζεται με αντίδραση της ακετόνης ή της αιθυλαλκοόλης με υποχλωριώδη ιόντα ή με αναγωγή τετραχλωράνθρακα με σίδηρο. Το ακατέργαστο… … Dictionary of Greek
λιπαρά οξέα — Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα ( COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση,… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek