-
101 κηρύττομεν
κηρύ̱ττομεν, κηρύσσωto be a herald: pres ind act 1st pl (attic)κηρύ̱σσομεν, κηρύσσωto be a herald: imperf ind act 1st pl (homeric ionic) -
102 κηρύττοντα
κηρύ̱ττοντα, κηρύσσωto be a herald: pres part act neut nom /voc /acc pl (attic)κηρύ̱ττοντα, κηρύσσωto be a herald: pres part act masc acc sg (attic) -
103 κηρύττοντι
κηρύ̱ττοντι, κηρύσσωto be a herald: pres part act masc /neut dat sg (attic)κηρύ̱ττοντι, κηρύσσωto be a herald: pres ind act 3rd pl (attic doric) -
104 κηρύττουσι
κηρύ̱ττουσι, κηρύσσωto be a herald: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)κηρύ̱ττουσι, κηρύσσωto be a herald: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
105 κηρύττουσιν
κηρύ̱ττουσιν, κηρύσσωto be a herald: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)κηρύ̱ττουσιν, κηρύσσωto be a herald: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
106 κηρύττω
κηρύ̱ττω, κηρύσσωto be a herald: pres subj act 1st sg (attic)κηρύ̱ττω, κηρύσσωto be a herald: pres ind act 1st sg (attic) -
107 κήρυσσ'
κήρῡσσε, κηρύσσωto be a herald: pres imperat act 2nd sgκήρῡσσε, κηρύσσωto be a herald: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
108 κήρυσσε
κήρῡσσε, κηρύσσωto be a herald: pres imperat act 2nd sgκήρῡσσε, κηρύσσωto be a herald: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
109 κήρυσσον
κήρῡσσον, κηρύσσωto be a herald: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)κήρῡσσον, κηρύσσωto be a herald: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
110 κήρυττε
κήρῡττε, κηρύσσωto be a herald: pres imperat act 2nd sg (attic)κήρῡσσε, κηρύσσωto be a herald: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
111 κᾱρύσσω
κᾱρύσσω, dor. = κήρυξ, κηρύσσω.
-
112 ανακηρυσσω
атт. ἀνακηρύττω(τινά Her.)
νικῶν ἀνακηρυχθῆναι Her. — быть провозглашенным как победитель2) публично назначать(σῶστρά τινος Xen.; στέφανον Luc.)
3) разглашатьμέ ἀνακηρυχθῇ τι εἰς πᾶσαν τέν πόλιν Aeschin. — чтобы весть о чем-л. не разнеслась по всему городу
-
113 αντικηρυσσω
-
114 αποκηρυσσω
атт. ἀποκηρύττω1) публично (через глашатая) уведомлять о продаже с торгов Dem.2) продавать с торгов(οἴκους Plut.)
πόσου τοῦτο ἀποκηρύττεις ; Luc. — какую цену назначаешь за это?;ἀποκηρυχθέντων (τῶν χρημάτων) Lys. — при продаже имущества с торгов3) публично запрещать4) публично отвергать (как сына), т.е. лишать наследства(τινά Dem., Luc.; παῖς ἀποκεκηρυγμένος Plat.)
-
115 διακηρυσσω
атт. διακηρύττω объявлять через глашатая (med. πρός τινα Diod.)δ. οὐσίαν Plut. — объявлять о продаже имущества с торгов;
ἐν διακεκηρυγμένοις (sc. πολέμοις) Plut. — в состоянии открытой войны -
116 εκκηρυσσω
атт. ἐκκηρύττω1) объявлять через глашатаяτὸν Πολυνείκους νέκυς φασὴν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μέ τάφῳ καλύψαι Soph. — говорят, что через глашатая запрещено предать тело Полиника погребению
2) преимущ. объявлять через глашатая об изгнании, приговаривать к изгнанию(τινά Her., Polyb., Diod., Plut.; ἐκ τῆς πόλεως Lys. и τῆς πόλεως Aeschin.; τοῦ Ἑλληνικοῦ Luc.; εἰς ἔτη δέκα Plut.)
-
117 επικηρυσσω
атт. ἐπικηρύττω (ῡ)1) объявлять через вестников, провозглашать через глашатаевτὸ λάφυρον ἐ. κατὰ τῶν Αἰτωλῶν Polyb. — объявить о предании Этолии разграблению;ἐ. ἀργύριον ἐπί τινι Her., χρήματά τινι Dem. или ἀργύριόν τινι Plut. — назначить (объявить) награду за чью-л. голову;ἐπικηρυχθεὴς χθονί Aesch. — провозгласив(ший) себя царем страны2) продавать с торгов -
118 κατακηρυσσω
атт. κατακηρύττω1) объявлять или предписывать через глашатая(τι Xen., Polyb.)
2) ( на торгах) присуждать(τι εἴς τινα Plut.)
-
119 προκηρυσσω
атт. προκηρύττω1) объявлять или приказывать через глашатая(τι Soph.; π. τινὴ ποιεῖν τι Arst., Plut.)
π. δωρεάς τινι Polyb. — объявить через глашатая о присуждении наград кому-л.2) проповедовать(τι NT.)
-
120 προσκηρυσσω
См. также в других словарях:
κηρύσσω — και κηρύττω κήρυξα, κηρύχτηκα, κηρυγμένος 1. κάνω γνωστό στο πλήθος με τον κήρυκα, διαδηλώνω, λέγω κάτι δημόσια: Κήρυξε επιστράτευση. 2. κηρύσσω το λόγο του Θεού. 3. «κηρυγμένος εχθρός», φανερός εχθρός: Είναι κηρυγμένος εχθρός της δημοκρατίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηρύσσω — κηρύσσω, κήρυξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
κηρύσσω — κηρύ̱σσω , κηρύσσω to be a herald pres subj act 1st sg κηρύ̱σσω , κηρύσσω to be a herald pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρῦσσον — κηρύσσω to be a herald pres part act masc voc sg κηρύσσω to be a herald pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρῦττον — κηρύσσω to be a herald pres part act masc voc sg (attic) κηρύσσω to be a herald pres part act neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκηρῦχθαι — κηρύσσω to be a herald perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρῦξαι — κηρύσσω to be a herald aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρῦξαν — κηρύσσω to be a herald aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύξαντ' — κηρύ̱ξαντα , κηρύσσω to be a herald aor part act neut nom/voc/acc pl κηρύ̱ξαντα , κηρύσσω to be a herald aor part act masc acc sg κηρύ̱ξαντι , κηρύσσω to be a herald aor part act masc/neut dat sg κηρύ̱ξαντε , κηρύσσω to be a herald aor part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύξουσ' — κηρύ̱ξουσα , κηρύσσω to be a herald fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κηρύ̱ξουσι , κηρύσσω to be a herald aor subj act 3rd pl (epic) κηρύ̱ξουσι , κηρύσσω to be a herald fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)