Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κηρύκιον

  • 1 Herald

    subs.
    P. and V. κῆρυξ, ὁ, V. κλητήρ, ὁ.
    Female herald: Ar. κηρκαινα, ἡ.
    Messenger: P. and V. ἄγγελος, ὁ, V. πομπός, ὁ.
    Forerunner: P. πρόδρομος, ὁ.
    Herald of falsehood: V. ψευδοκῆρυξ, ὁ.
    Of a herald, adj.: P. κηρυκικός.
    Herald's staff, subs. P. κηρύκειον, τό, Ar. κηρκιον.
    Negotiate by heralds, v.: Ar. and P. ἐπικηρυκεύεσθαι, P. διακηρυκεύεσθαι.
    ——————
    v. trans.
    Proclaim as herald: P. and V. κηρύσσειν, νακηρύσσειν, προειπεῖν, νειπεῖν, Ar. and P. ναγορεύειν, V. ἐκκηρύσσειν.
    Declare, announce: P. and V. ἀγγέλλειν, παγγέλλειν, ἐξαγγέλλειν, διαγγέλλειν, ἐκφέρειν; see Announce.
    Summon by herald: Ar. and V. εἰσκηρύσσειν.
    Escort: P. and V. πέμπειν, προπέμπειν.
    Dawn heralding the day: V. φωσφόρος Εως, ἡ.
    Portend: P. and V. σημαίνειν, φαίνειν, V. προσημαίνειν, προφαίνειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Herald

См. также в других словарях:

  • κηρύκιον — κηρύκιον, τὸ (Α) [κήρυξ] 1. δ. γρφ. τού κηρύκειον* 2. κολλύριο 3. στον πληθ. τὰ κηρύκια οξείς, μυτεροί λίθοι …   Dictionary of Greek

  • κηρύκιον — herald s wand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρύκιον — Κηρύκιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρυκίοις — κηρύκιον herald s wand neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρυκίου — κηρύκιον herald s wand neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρυκίων — κηρύκιον herald s wand neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύκια — κηρύκιον herald s wand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՐՈԶԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0999 Chronological Sequence: 6c, 13c գ. Քարոզիչ, ձայնատու, հնչօղ. եւս եւ Գաւազան ահարոնի ընկուզաբեր. (զի ʼի յն. κάρυον է ընկոյզ. եւ κηρύκιον , դաւաղան պատգամախօսի.) *Ոչ եթէ անդէտ եմ ընկուզոյգ անուան՝ ըստ քարոզակին ասացեալ. քանզի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»