-
1 κηληθμός
Κηλ-ηθμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηληθμός
-
2 κηληθμός
κηληθμός ( κηλέω): charm; κηληθμῷ δ' ἔσχοντο, they were spell - bound, Od. 11.334 and Od. 13.2.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κηληθμός
См. также в других словарях:
κηληθμός — κηληθμός, ὁ (Α) καταγοήτευση, ηδονή, τέρψη («κηληθμῷ δ ἔσχοντο κατά μέγαρα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ηθμός (πρβλ. ελκ ηθμός, ορχ ηθμός)] … Dictionary of Greek