-
1 κηδέστρια
-
2 κηδέστρια
κηδέστρια, ἡ, Schwiegermutter, Schwiegertochter
См. также в других словарях:
κηδέστρια — κηδέστρια, ἡ (Α) [κηδεστής] 1. αυτή που φροντίζει το σπίτι, οικονόμος 2. αυτή που φυλάει κάποιον, φύλακας 3. η πεθερά … Dictionary of Greek
κηδέστρια — female attendant fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεστρίας — κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem acc pl κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)