-
1 κεφαλαῖος
κεφαλαῖος, den Kopf bildend, zum Kopfe gehörig; ῥῆμα, ein Haupt-, Kapital-, Kernwort, wie ein sopsgroßer Stein, Ar. Ran. 854; der superl. κεφαλαιότατον ist B. A. 104, 6 aus Plat. Gorg. angeführt.
-
2 κεφαλαῖος
-
3 περι-κεφάλαιος
περι-κεφάλαιος, um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein Theil am Schiffe. – Bei Theophr. ist τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine.
-
4 ἐπι-κεφάλαιος
ἐπι-κεφάλαιος, zum Kopf gehörig, κόσμος Schol. Plat. Rep. VIII, 394; – τὸ ἐπικεφάλαιον, Kopfgeld, Kopfsteuer, Arist. Oec. 14 u. Sp. Vgl. das Folgde.
-
5 ἐπικεφάλαιος
ἐπι-κεφάλαιος, zum Kopf gehörig; τὸ ἐπικεφάλαιον, Kopfgeld, Kopfsteuer -
6 περικεφάλαιος,
περι-κεφάλαιος, u. περι-κέφαλος, um den Kopf gehend, gebunden; ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung; ἡ περικεφαλαία ein Teil am Schiffe; τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine -
7 περικέφαλος
περι-κεφάλαιος, u. περι-κέφαλος, um den Kopf gehend, gebunden; ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung; ἡ περικεφαλαία ein Teil am Schiffe; τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine
См. также в других словарях:
κεφάλαιος — κεφάλαιος, αία, ον (Α) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή 2. μτφ. αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, κύριος, σημαντικός, κεφαλαιώδης … Dictionary of Greek
κεφαλαίος — α, ο (Α κεφαλαῑος, αία, ον) [κεφαλή] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο καθένα από τα μεγάλα γράμματα τής αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων τού λόγου αρχ. κεφάλαιος* … Dictionary of Greek
κεφαλαίος — α, ο 1. πρώτος, κύριος. 2. το ουδ. κεφαλαίο ως ουσ., σημαίνει το κεφαλαίο, το μεγάλο γράμμα του αλφαβήτου: Τα γραψε με κεφαλαία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφαλαιότατον — κεφάλαιος of the head masc acc superl sg κεφάλαιος of the head neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίων — κεφάλαιος of the head fem gen pl κεφάλαιος of the head masc/neut gen pl κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίως — κεφάλαιος of the head adverbial κεφάλαιος of the head masc acc pl (doric) κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλαιον — κεφάλαιος of the head masc acc sg κεφάλαιος of the head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίαις — κεφάλαιος of the head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίη — κεφάλαιος of the head fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίην — κεφάλαιος of the head fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαίης — κεφάλαιος of the head fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)