-
141 εξουσια
ἥ1) возможность (делать что-л.), право (на что-л., свобода чего-л.)ἐξουσίαν ἔχειν (τοῦ) ποιεῖν τι Xen., Plat. или περὴ τοῦ ποιεῖν τι Plat. — иметь право или возможность делать что-л.;
ἐν μεγάλῃ ἐξουσίᾳ τοῦ ποιεῖν τι γενόμενος Plat. — получивший полную свободу делать что-л.;ἐξουσίαν διδόναι (ποιεῖν, παρέχειν) τινί Plat., Arst. кому-л. — давать возможность, предоставлять право;κατὰ τέν οὐκ ἐξουσίαν τῆς ἀγωνίσεως Thuc. — за отсутствием права участвовать в состязании;2) (тж. ἥ ἄγαν ἐ. Dem.)( личный) произвол, своеволие (ἐπ΄ ἐξουσίας πονηρός Dem.)
ἐ. ποιητική рит. (licentia poetica) — поэтическая вольность3) власть, могущество(πλοῦτός τε καὴ ἐ. Thuc.)
οἱ ἐνἐξουσίᾳ ὄντες или οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις Arst. — власть имущие, стоящие у власти, власти;ἥ ὑπατικέ ἐ. Diod. — консульская власть;ἄνθρωπος ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος NT. — подвластный человек4) изобилие, достаток(τῶν ἀναγκαίων Plat.)
5) пышность, блеск6) признак власти или подвластности
См. также в других словарях:
Κεφαλῆς — Κεφαλή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλῆς — κεφαλή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. — ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. См. Рыба начинает портиться с головы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μιᾶς κοπτοζένης κεφαλῆς δύο ἀνειρύοντο. — См. Гидра стоглавая … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄπισθεν κεφαλῆς ὄμματ’ ἔχει. — См. На затылке глаз нет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐκ κεφαλῆς ἐς πόδας ἄκρους. — См. От головы до пяток … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κεφαλῆις — Κεφαλῇς , Κεφαλή fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλῆις — κεφαλῇς , κεφαλή fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… … Dictionary of Greek
κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek