1 клеёнка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клеёнка
κερόπανο — το κεροπάνι, μουσαμάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεροπάνι — και κερόπανο, το βλ. κηρόπανο … Dictionary of Greek