-
1 κερκιδοποιικη
См. также в других словарях:
κερκιδοποιική — κερκιδοποιϊκή, ἡ (Α) [κερκιδοποιός] η τέχνη να κατασκευάζει κάποιος κερκίδες, σαΐτες υφαντικής («ἡ κερκιδοποιικὴ ὑπηρετικὴ τῇ ὑφαντικῇ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κερκιδοποιική — κερκιδοποιϊκή , κερκιδοποιική the art of the shuttle maker fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek