-
1 Κερκιδάς
-
2 Κερκιδᾶς
-
3 κερκίδας
κερκίςweaver's shuttle: fem acc pl -
4 Κερκιδά
-
5 Κερκιδάν
-
6 Κερκιδᾶν
-
7 лучевой
1. физ. ακτινικόςτων ακτινών2. анат. κερκιδικός, της κερκίδας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лучевой
-
8 осиновый
-
9 δόναξ
Grammatical information: m.Meaning: `pole-reed, what is made of it, shaft of an arrow, pipe' (Il.).Derivatives: δονακεύς `thicket of reeds' (Σ 576 - κῆα, lengthening at verse end?; cf. Boßhardt Die Nom. auf - ευς 21f.), also `bird-catcher' (Opp. K. 1, 73) postverbal to δονακεύομαι `catch birds with a lime-stick' (AP); δονακών `thicket of reeds' (Paus.); δονακήματα αὑλήματα H.; s. Chantr. Form. 178. - δονακώδης `rich in reed' (B.), δονακόεις `id.' (E.), δονάκινος (H. s. κερκίδας; uncertain); δονακῖτις `made of reed', also plant name (AP; Redard Les noms grecs en - της 71, 112, Strömberg Pflanzennamen 36); δονακηδόν `reed-like' (A.D.). (Uncertain Δονάκτας surname of Apollon (Theopomp. Hist. 281), perh. for Δονακίτης (Redard 208).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The forms δῶναξ (Theoc. 20, 29 beside δόναξ Ep. 2, 3 and Pi. P. 12, 25), δοῦναξ (AP) are explained as `Hyperdialektisierungen' (or, for δοῦναξ, as metrical lengthening, Schulze Q. 205). But this is not an explanation. They are more prob. variants of a Pre-Greek word (see Beekes, Pre-Greek, 6.1 on vowels, where we find ο\/ου and ου\/ω); this is confirmed by - αξ. - Mostly connected with δονέω `shake' (see the parallels in Strömberg Pflanzennamen 76f.), which is most doubtful. The comparison with Latv. duonis `reed' would require a long ō; the vowel of δόναξ would come from δονέω. (Not here Goth. tains `twig' etc.) - δόναξ is also the fish σωλήν (Ath.) - Nehring Glotta 14, 181 considers δόναξ as unGreek.Page in Frisk: 1,409Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δόναξ
-
10 πού
πού enclitic adv. (Hom.+; pap, LXX; TestSol 1, 46; Just.; Tat. 37, 1; Mel., P. 72, 530.)① marker of an undetermined position or place, somewhere w. quotations (Diod S 1, 12, 10 ‘the poet’ [=Homer] says ποὺ κατὰ τὴν ποίησιν=somewhere in his poem. Of Cercidas [III B.C.] [ed. Diehl3 Fgm. 11a, 4] ὀρθῶς λέγει που Κερκίδας [quot. follows]. Lucian, Ver. Hist. 2, 42 φησὶ γάρ που κἀκεῖνος [i.e. Antimachus IV B.C.], then a quot.; Appian, Bell. Civ. 1, 97 §452 [with a quot.]; Plut., Mor. 553b [Homeric quot.]; Philo, Ebr. 61 εἶπε γάρ πού τις, and Gen 20:12 follows; Just. A I, 3, 3 ἔφη γάρ που καί τις) Hb 2:6; 4:4; 1 Cl 15:2; 21:2; 26:2; 28:2; 42:5.—After a neg.= nowhere Dg 5:2. W. weakening of the local mng. εἰ δέ που παρηκολουθώς τις τοῖς πρεσβυτέροις ἔλθοι when perchance someone came who had been associated with the ‘elders’ Papias (2:4).② marker of numerical approximation, about, approximately (Paus. 8, 11, 14 περὶ εἴκοσί που σταδίους; Aelian, VH 13, 4; Jos., C. Ap. 1, 104) Ro 4:19.—On δή π., μή π. s. δήπου, μήπου.—μή που (some edd. μήπου; v.l. μήπως. Hom. et al.; BGU 446, 15; Jos., Bell. 7, 397, Ant. 18, 183) conj. lest φοβεῖσθαι μ. π. Ac 27:29.—DELG s.v. πο-. M-M. -
11 ὀρθῶς
ὀρθῶς adv. of ὀρθός (Hes., Aeschyl., Hdt.+; ins, pap, LXX; Test Sol 24:5 Q; Test12Patr; ParJer 7:11; GrBar 4:10; EpArist, Philo; Jos., Ant. 1, 251; Just.; Tat. 18, 2; Ath. 7, 1 and R. 21 p. 74, 26) pert. to acting in conformity with a norm or standard, rightly, correctly λαλεῖν speak correctly = normally (‘properly’ TBaird, ET 92, ’81, 337f) Mk 7:35. ὀρ. προσφέρειν, διαιρεῖν offer rightly, divide rightly 1 Cl 4:4 (after Gen 4:7; s. διαιρέω). δουλεύειν αὐτῷ (=τῷ θεῷ) ὀρ. serve God in the right way=κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ Hm 12, 6, 2. τελεῖν τὴν διακονίαν τοῦ κυρίου ὀρ. perform the service of the Lord properly Hs 2:7; ἐργάζεσθαι ὀρ. act rightly 8, 11, 4 (cp. ὀρ. ποιεῖν: SIG 116, 10; 780, 37; PEleph 9, 3; 1 Macc 11:43; Just., D. 5, 2; 67, 4; ὀρ. πράσσειν: Jos., Vi. 298; Just., A I, 4, 8). ὀρ. κρίνειν judge, decide correctly Lk 7:43 (cp. Wsd 6:4; Ps.-Clem., Hom. 10, 9.—Diod S 18, 56, 3 ὀρθῶς γινώσκειν=think rightly). ὀρ. ἀποκρίνεσθαι answer correctly (Herm. Wr. 13, 3; Just., D. 3, 6; cp. ὀρ. ἐρωτᾷς GrBar 4:10) 10:28. ὀρ. λέγειν καὶ διδάσκειν 20:21 (cp. Aristoxenus, Fgm. 33 p. 18, 2 ὀρθῶς λέγοντες; Alex. Aphr., An. II/1 p. 20, 29 ὀρθῶς λέγειν=teach rightly. Of Cercidas [III B.C.] in Diehl3, Fgm. 11a, 4 [=Coll. Alex. p. 213 no. 16] ὀρθῶς λέγει που Κερκίδας; Dt 5:28). ὀρ. διδάσκεσθαι be properly taught Dg 11:2. ἀγαπᾶν ὀρ. love (someone) in the right way 12:1. ὀρ. ἀπέχεσθαί τινος be right in abstaining from someth. 4:6.—M-M.
См. также в других словарях:
Κερκιδᾶς — masc acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερκίδας — Όνομα πολιτικών της αρχαιότητας από τη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας. 1. Πολιτικός (μέσα 4ου αι. π.Χ.). Ήταν γνωστός στην πατρίδα του ως νομοθέτης. Ο Δημοσθένης αποκάλεσε προδότες τον Κ., τους συνεργάτες του, Ιερώνυμο και Ευκαμπίδα, καθώς και πολλούς… … Dictionary of Greek
κερκίδας — κερκίς weaver s shuttle fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερκιδᾶ — Κερκιδᾶς masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερκιδᾷ — Κερκιδᾶς masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek
ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… … Dictionary of Greek
Κερκιδᾶν — Κερκιδᾶ̱ν , Κερκιδᾶς masc gen pl (doric aeolic) Κερκιδᾶς masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cercidas — (or Kerkidas, Greek: Κερκιδᾰς; 3rd century BCE) was a poet, Cynic philosopher, and legislator for his native city Megalopolis. A papyrus roll containing fragments from seven of his Cynic poems was discovered at Oxyrhynchus in 1906. Contents 1… … Wikipedia
Kerkidas — von Megalopolis (griechisch Κερκιδᾶς ὁ Μεγαλοπολίτης) war ein griechischer Philosoph und lebte etwa zwischen 290 und 220 v. Chr. Leben Kerkidas entstammte einer reichen Familie. Er war als Politiker und Offizier tätig und kommandierte die… … Deutsch Wikipedia
Керкид — Мегалопольский (др. греч. Κέρκιδᾰς ὁ Μεγᾰλοπολίτης; ок. 290 220 до н. э.), древнегреческий государственный деятель, философ киник, поэт. Содержание 1 Очерк 2 Творчес … Википедия