-
121 нажить
-иву, -ившь, παρλθ. χρ. нажил, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нажитый, βρ: -жит, -а, -оρ.σ.μ.1. αποκτώ κερδίζω, βγάζω•нажить капитл αποκτώ κεφάλαιο•
нажить много д-нег βγάζω πολλά χρήματα•
нажить состояние αποκτώ περιουσία•
нажить себе друга, врага αποκτώ φίλο, εχθρό•
нажить беду επισύρω στον εαυτό μου δυστυχία.
2. ζω•недолго она после мужа -ла αυτή δεν έζησε πολύ μετά το σύζυγο της.
1. πλουτίζω•нажить на военных поставках αποκτώ πλούτη από στρατιωτικές προμήθειες.
2. μακροημερεύω, μακροχρον ίζω, ζω πολλά χρόνια. -
122 наиграть
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-йгранный, βρ: -гран, -а, -о.1. παίζω σε μουσικό όργανο πολύ χρόνο.2. κερδίζω, βγάζω από τυχερά παιγνίδια ή από μουσικό όργανο.3. σιγοπαίζω σε μουσικό όργανο.4. γράφω σε μαγνητοταινία ή σε δίσκο.παραπαίζω. -
123 наработать
ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.).1. κατασκευάζω, φτιάσω.2. αποκτώ, κερδίζω, βγάζω με τη δουλειά μου.δουλεύω πολύ. || κουράζομαι, κοπιάζω. -
124 наторговать
-гую, -гуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наторгованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.1. κερδίζω με το εμπόριο.2. (με ποσοτική σημ..) πουλώ εμπόρευμα•он -ал на тысячу рублей αυτός πούλησε εμπόρευμα χιλίων ρουβλιών.
3. εμπορεύομαι για λίγο καιρό. -
125 обдуть
-ую, -уешьρ.σ.μ.1. φυσώ από παντού•его -ло свежим воздухом τον φύσηξε από παντού δροσερός αέρας.
|| καθαρίζω με φύσημα, με την πνοή•обдуть пыль φυσώ τη σκόνη.
2. (απλ.) απατώ, ξεγελώ. || (για παιγνίδι) κερδίζω, νικώ. -
126 обремизить
-ижу, -жзишьρ.σ.μ.1. (για χαρτπ.) κερδίζω κάποιον, δεν αφήνω να πάρει χαρτωσιά.2. μτφ. παλ. φέρνω σε δύσκολη θέση.1. (για χαρτπ.) χάνω, δεν παίρνω χαρτωσιά.2. περιέρχομαι σε δύσκολη θέση•την πατάω, την παθαίνω. -
127 обставить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. περί,θέτω, περιβάλλω, περιστοιχίζω περιφράζω. || μτφ. (παρα)γεμιζω•, συμπληρώνω πλουτίζω.2. επιπλώνω•обставить квартиру επιπλώνω διαμέρισμα.
|| εφοδιάζω με σκηνικά κλπ. θεατρικά είδη.3. μτφ. οργανώνω, προετοιμάζω καλά•обставить празднование οργανώνω καλά το γιορτασμό.
4. ξεπερνώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω κάποιον.5. (για χαρτπ.) κερδίζω, νικώ, παίρνω.6. (εξ)απατώ.1. περιβάλλομαι, περ ιστό ιχίζομαι.2. επιπλώνομαι. -
128 оставить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. αφήνω, ξεχνώ•я -ил деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι.
|| βάζω, θέτω•оставить в недоумении αφήνω σε αμηχανία.
|| αφήνω•оставить ученика на второй год αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν προβιβάζω τον μαθητή•
оставить следы αφήνω ίχνη•
он -ил это без внимания αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ αυτό•
оставить на свободе αφήνω ελεύθερο (απελευθερώνω)•
оставить в стороне αφήνω κατά μέρος.
2. διατηρώ, φυλάγω, κρατώ•оставить обед для опоздавших αφήνω φαγητό για τους βραδυπορούντες•
оставить работу до другого раза αφήνω τη δουλειά γι άλλη φορά•
оставить бороду αφήνω γένεια•
оставить усы αφήνω μουστάκια.
3. παραχωρώ. || κληροδοτώ.4. εγκαταλείπω, παρατώ•комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύριστο•
он -ил город αυτός άφησε την πόλη•
оставить школу по болезни αφήνω το σχολείο λόγω. ασθένειας•
он -ил своих детей αυτός παράτησε τα παιδιά του•
оставить людей без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους.
5. δε διώχνω, δεν απολύω κρατώ•оставить на работе αφήνω στη δουλειά•
оставить на службе αφήνω στην υπηρεσία.
6. σταματώ, διακόπτω•оставить разговор αφήνω την κουβέντα.
|| αποβάλλω, διώχνω•-ьте эти чрные мысли δώξ-τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις•
оставить дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες.
7. (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ•оставить в дураках νικώ κάποιον στο παιγνίδι «βλάκες».
εκφρ.в покое – αφήνω ήσυχο•оставить за собой ή позади себя – α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ξεπερνώ•не своими милостями ή своим покровительством – παλ. δεν αφήνω στο έλεος.
См. также в других словарях:
κερδίζω — κερδίζω, κέρδισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κερδίζω — και κερδάω και κερδεύω κέρδισα και κέρδεψα, κερδίστηκα και κερδεύτηκα, κερδισμένος και κερδεμένος 1. αποχτώ κέρδος, ωφελούμαι: Κερδίζει πολλά από τις επιχειρήσεις του. 2. πετυχαίνω σε κάτι είτε από τύχη είτε από ικανότητα: Κερδίζει στα χαρτιά. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
αλφάνω — ἀλφάνω (Α) 1. έχω όφελος, αποφέρω κέρδος, κερδίζω 2. αποκομίζω, παίρνω, βρίσκω 3. φρ. «ἀλφάνω φθόνον», προκαλώ τον φθόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. τής Αρχαίας γνωστός ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ (ἦλφον). Σπανιότερα το ρ.… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым … Википедия
Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория … Википедия
αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… … Dictionary of Greek
εμπολώ — ( άω) (AM ἐμπολῶ, άω α και έω) μσν. δίνω, προσφέρω αρχ. 1. συσσωρεύω πλούτη, κερδίζω από το εμπόριο 2. αποφέρω κέρδη 3. κερδίζω κάτι, αποκτώ 4. εμπορεύομαι 5. αγοράζω («λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν», Ευριπ.) 6. επωφελούμαι από την ψυχική κατάσταση… … Dictionary of Greek