-
1 κερατων
-
2 κεράτων
роговрогахΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κεράτων
-
3 κερας
τό (gen. κέρᾱτος - эп. κέρᾰος, ион. κέρεος, атт. κέρως; dat. κέρᾱτι - эп. κέραϊ, ион. κέρεϊ, атт. κέρᾳ; dual.: nom. и acc. κέρᾱτε, κέρᾶε - эп. κέρᾱ; gen. и dat. κεράτοιν, κεράοιν и κερῷν; pl.: nom. κέρᾱτα, κέρᾰα - эп. κέρᾱ, gen. κεράτων, κεράων и κερῶν, dat. κέρᾱσι, κεράεσσι; в эп. формах - ᾰ, в атт. трехсложных - ᾱ)1) рог(βοός Hom.; ταύρειον Soph.)
κόλοβος ἀγέλη κεράτων Plat. — безрогое стадо;ταῦρος εἰς κ. θυμούμενος Eur. — бодливый бык;как символ — мощи κ. σωτηρίας NT. рог спасения, т.е. могучий оплот2) рог, вещество рога(αἱ μὲν - sc. πύλαι - κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ΄ ἐλέφαντι Hom.)
3) роговой лук(τοξότης κέρᾳ ἀγλαός Hom.)
4) роговая втулка ( для защиты рыболовной лесы), т.е. удочка5) рогообразныи брусок, «рог»(λύρας Soph.)
6) роговой выступ7) рог ( служивший сосудом для питья)(κέρατα οἴνου Xen.; ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνειν Pind.)
8) рог, рожок ( духовой инструмент)(ἐπειδὰν σημήνη τῷ κέρατι Xen.; αὐλεῖν τῷ κέρατι Luc.)
9) ответвление, рукав(Ὠκεανοῦ Hes.; Νείλου Pind.)
τὸ Μενδήσιον κ. Thuc. — Мендесский рукав (Нила)10) воен., мор. крыло, фланг(δεξιόν, λαιόν Eur.)
κατὰ κ. ἐπιπίπτειν Xen. (προσβάλλειν Thuc.; συμπίπτειν Polyb.) и πρὸς τὸ κ. προσάγειν Xen. — атаковать во фланг;κατὰ τὸ εὐώνυμον τῶν Ἑλλήνων κ. εἶναι Xen. — оказаться против левого фланга греков;ἀναπτύσσειν τὸ κ. Xen. — отвести назад фланг;κατὰ κ. ἄγειν Xen. — двигаться фланговым маршем;ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι Xen. — перестроиться из походной колонны в боевой порядок;κατὰ μίαν ἐπὴ κέρως παραπλέοντες Thuc. — (афинские корабли), проплывающие по одному в кильватерной колонне11) вершина(τοῦ ὄρους Xen.)
12) роговой наконечник(τοῦ καλάμου Anth.)
13) membrum virile Anth.14) рея Luc.κ. ἱστῷ κυρτοῦται Anth. — рея гнется на мачте
15) клешня(τοῦ ἀστακοῦ Arst.)
16) щупальце(τοῦ σκώληκος Arst.)
17) Luc., Sext. = κερατίνης -
4 ακρατης
21) немощный(γῆρας Soph.)
τοῦ σώματος παρεθέντος ἀ. γενέσθαι Plut. — физически обессилеть;ἀ. ἐγένετο τῶν κεράτων τοῦ κριοῦ Luc. — (Гелла) не смогла удержаться за рога барана;ἀ. εἵργεσθαί τινος Plat. — неспособный удержаться от чего-л.2) неспособный совладать, невоздержный, неумеренный(τινος Aesch., Xen., Plat., Arst., Plut., πρός и περί τι Arst., Plut.)
3) несдержанный, разнузданный (sc. ἄνδρες Xen., Arst.: στόμα Arph.)4) непомерный, чрезмерный(δαπάνη Anth.)
-
5 εξοχη
ἥ1) выступ, выпуклостьἡ κατ΄ ἐξοχέν τύπωσις Sext. — выпуклое изображение, рельеф;
ἥ τῶν κεράτων ἐ. Arst. — роговые наросты, т.е. рога2) превосходство, преимущество Cic.οἱ κατ΄ ἐξοχέν ὄντες τῆς πόλεως NT. — знатнейшие граждане города
-
6 κολοβος
-
7 προνευω
наклоняться, нагибаться(εἰς τὸ πρόσθεν Plat.)
τὰ προνενευκότα τῶν κεράτων εἰς τὸ πρόσθεν Arst. — загнутые вперед концы рогов;π. ἐπὴ στόμα Plut. — наклоняться лицом вперед -
8 προσαλειφω
-
9 σχισις
1) расщепление, разделение Plat.2) разветвление(τῶν κεράτων Arst.)
3) раздвоение, раздвоенность(τῆς ὁπλῆς Arst.)
4) ответвление, ветка(τῆς ὁδοῦ Plat.)
5) рукав(τοῦ ποταμοῦ Plut.)
См. также в других словарях:
κερατών — κερατών, ῶνος, ὁ (Α) [κέρας] (για βωμό στη Δήλο) ο κατασκευασμένος από κέρατα («ἐχόρευσε δὲ περὶ τὸν κερατῶνα βωμόν, ἐκ κεράτων συνηρμοσμένον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κερατῶν — κερατόω harden into horn pres part act masc voc sg (doric aeolic) κερατόω harden into horn pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κερατόω harden into horn pres part act masc nom sg κερατόω harden into horn pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράτων — κερά̱των , κέρας Aër. neut gen pl κερατόω harden into horn imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κερατόω harden into horn imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα … Deutsch Wikipedia
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
CORNU — proprie de quadrupedibus. Plin. l. 11. c. 37. Cornua multis quidem et aquatilium et marinorum et serpentum variis data sunt modis: sed quae iure cornua intelligantur, quadrupedum generi tantum Nec alibi maior naturae lascivia lusit animalium… … Hofmann J. Lexicon universale
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… … Dictionary of Greek
Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век … Википедия
CRATER — ἀπὶ τȏυ κέρατος, quasi κερατὴρ, quoniam in cornua potio olim fundebatur; cuius rei vestigia certissima in antiquis inscriptionibus. D. Ambrosius, l. de Elia ac ieiunio, c. 17. Per cornu etiam fluentia in fauces hominum vina decurrunt, et si quis… … Hofmann J. Lexicon universale
POCULUM — I. POCULUM primo vola fuit, quod Diogenes non erubuit didicisse, a quodam, quem cavâ manu exceptam auqam oriadmovere vidit, abiectô hinc vasculo suô potoriô, tamquam supellectile non necessariâ, eius simplicitatem in posterum imitaturus. Verum… … Hofmann J. Lexicon universale