-
1 anténa
κεραία -
2 tykadlo
κεραία -
3 aerial
κεραία -
4 antenna
κεραία -
5 antena
κεραία -
6 антенна
-ы θ.κεραία, αντένα•наружная антенна η εξωτερική κεραία•
комнатная антенна η εσωτερική κεραία.
-
7 рамка
1. (небольшая рама) το κάδρο, το πλαίσιο, η κορνίζα 2. (рамочная антенна) η πλαισιοκεραίαη κεραία σχήματος θηλειάςη κλειστή κεραία3. (электроизмерительного прибора) το πηνίοкопировальная - кфт. το πλαίσιο εκτύπωσης4. -й (пределы, границы) τα όριατα πλαίσιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рамка
-
8 антенна
-
9 радиоантенна
радио||антеннаж ἡ κεραία τοῦ ραδιοφώνου, ἡ κεραία τοῦ ἀσυρμάτου. -
10 antenna
[æn'tenə]1) ((plural antennae [-ni:]) a feeler of an insect.) κεραία2) ((plural antennas) (American) an aerial (for a radio etc).) κεραία -
11 антенна
η κεραίαтелевизионная - της τηλεόρασης, τηλεοπτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > антенна
-
12 бугель
1. (охватывающая деталь эксцентрикового механизма) о συνδετήρας 2. (обруч на верхнем конце сваи) о δακτύλιος, ο κρίκος, η στεφάνη 3. (токоприемная дуга) о ρευμα-τολήπτης-κεραία (του τραμ, τρόλλεί, κ λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бугель
-
13 вибратор
1. (антенна) η διπολική κεραία* пассивный - παθητική - 2. (механизм для уплотнения грунта и т.п.) о δονητήςэлектромоторный (маш) - ηλεκτρικός -, ηλεκτροκίνητος -3. (преобразователь электрического сигнала в механические колебания или наоборот) о ταλαντωτήςкварцевый - (датчик ультразвуковых установок гидролокатора) κρυσταλλικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вибратор
-
14 диполь
1. (система двух зарядов) το δίπολο, το μόριο με ηλεκτρική κίνηση 2. (тип антенны) η διπολική κεραία 3. (магнитный) το μαγνητικό δίπολο, η μαγνητική διπολική ροπή 4. (электрический) η ηλεκτρική διπολική ροπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диполь
-
15 мачта-антенна
ο ιστός-κεραία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мачта-антенна
-
16 рей
мор. η (οριζόντια) κεραία (του ιστού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рей
-
17 ус
1. тех. η μπανέλα 2. (животного) η τρίχαкитовый - η μπαλαίνα, η μπανέλα3. (насекомого) η κεραία 4. (растения) το ακροβλάσταρο, η «ψαλίδα».Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ус
-
18 щупальце
зоол. το πλοκάμιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > щупальце
-
19 антенна
антеннаж радио ἡ κεραία, ἡ ἀντέν-(ν)α:комнатная \антенна ἡ ἀντέν(ν)α (τοῦ) δωματίου. -
20 брас
брасм мор. ἡ ἀντέννα τοῦ καταρτιοῦ, ἡ κεραία
См. также в других словарях:
κεραία — κεραίᾱ , κεραία horn fem nom/voc/acc dual κεραίᾱ , κεραία horn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραίᾳ — κεραίᾱͅ , κεραία horn fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
κεραία — η 1. συγκρότημα αγωγών, με τους οποίους γίνεται η εκπομπή και η λήψη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: Είναι κεραία ασύρματου τηλέγραφου. 2. καθεμιά από τις ευκίνητες εκφύσεις των αρθροπόδων, που επέχουν θέση κεράτων: Τα μπομπόλια έχουν δύο κεραίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεραία ή Κεραίαι — Αρχαία πόλη της Κρήτης, για τη θέση της οποίας δεν υπάρχει ομοφωνία. Σύμφωνα με μία άποψη βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο του νομού Χανίων, στο εσωτερικό του κόλπου του Κισσάμου … Dictionary of Greek
δίπολη κεραία — Είδος κεραίας που χρησιμοποιείται συνήθως σε μικρές συχνότητες για να ξεχωρίζει κύματα με διαφορετικά επίπεδα πόλωσης. Η συνηθισμένη δ.κ. αποτελείται από δύο ίσους οριζόντιους αγωγούς, που τοποθετούνται ο ένας στην προέκταση του άλλου. Έχει… … Dictionary of Greek
κεραίας — κεραίᾱς , κεραία horn fem acc pl κεραίᾱς , κεραία horn fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραίαν — κεραίᾱν , κεραία horn fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραιῶν — κεραία horn fem gen pl κεραιῶν , κεραίζω ravage fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραῖαι — κεραία horn fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραίαιν — κεραία horn fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)