-
1 κελαινεφης
См. также в других словарях:
μεσονεφής — μεσονεφής, ές (Α) αστρολ. αυτός που στο μέσο έχει σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ νεφής, κελαι νεφής] … Dictionary of Greek
1 κελαινεφης
μεσονεφής — μεσονεφής, ές (Α) αστρολ. αυτός που στο μέσο έχει σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ νεφής, κελαι νεφής] … Dictionary of Greek