См. также в других словарях:
κωπεύω — (Α) [κώπη] 1. κωπηλατώ 2. φρ. «κεκώπευται στρατός» ο στρατός έχει το χέρι στη λαβή τού ξίφους, είναι έτοιμος να πολεμήσει … Dictionary of Greek
κωπεύω — (Α) [κώπη] 1. κωπηλατώ 2. φρ. «κεκώπευται στρατός» ο στρατός έχει το χέρι στη λαβή τού ξίφους, είναι έτοιμος να πολεμήσει … Dictionary of Greek