-
1 κεκτημένα
κτάομαιprocure for oneself: perf part mp neut nom /voc /acc plκεκτημένᾱ, κτάομαιprocure for oneself: perf part mp fem nom /voc /acc dualκεκτημένᾱ, κτάομαιprocure for oneself: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)κτέομαιprocure for oneself: perf part mp neut nom /voc /acc plκεκτημένᾱ, κτέομαιprocure for oneself: perf part mp fem nom /voc /acc dualκεκτημένᾱ, κτέομαιprocure for oneself: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 κεκτημένας
κεκτημένᾱς, κτάομαιprocure for oneself: perf part mp fem acc plκεκτημένᾱς, κτάομαιprocure for oneself: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)κεκτημένᾱς, κτέομαιprocure for oneself: perf part mp fem acc plκεκτημένᾱς, κτέομαιprocure for oneself: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
3 κεκτημέναι
κτάομαιprocure for oneself: perf part mp fem nom /voc plκεκτημένᾱͅ, κτάομαιprocure for oneself: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)κτέομαιprocure for oneself: perf part mp fem nom /voc plκεκτημένᾱͅ, κτέομαιprocure for oneself: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
κεκτημένα — κτάομαι procure for oneself perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκτημένᾱ , κτάομαι procure for oneself perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκτημένᾱ , κτάομαι procure for oneself perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) κτέομαι procure for… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκτημένας — κεκτημένᾱς , κτάομαι procure for oneself perf part mp fem acc pl κεκτημένᾱς , κτάομαι procure for oneself perf part mp fem gen sg (doric aeolic) κεκτημένᾱς , κτέομαι procure for oneself perf part mp fem acc pl κεκτημένᾱς , κτέομαι procure for … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκτημέναι — κτάομαι procure for oneself perf part mp fem nom/voc pl κεκτημένᾱͅ , κτάομαι procure for oneself perf part mp fem dat sg (doric aeolic) κτέομαι procure for oneself perf part mp fem nom/voc pl κεκτημένᾱͅ , κτέομαι procure for oneself perf part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
κρυπτοχριστιανοί — Χριστιανοί που ασπάστηκαν φαινομενικά τον μωαμεθανισμό για να αποφύγουν τους διωγμούς των Οθωμανών κατακτητών, ενώ στην πραγματικότητα διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη. Οι εξισλαμισμοί στους οποίους προέβαιναν οι Τούρκοι κατακτητές… … Dictionary of Greek
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
Δωριείς — Ένα από τα τέσσερα αρχαία ελληνικά φύλα, που κατά το τέλος του 12ου αι. π.Χ. ξεκίνησε από την Ήπειρο, όπου ζούσε σε πρωτόγονες, ημινομαδικές συνθήκες, μετακινήθηκε προς τα Ν και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και των… … Dictionary of Greek